Το τέλειο άγαλμα (Mini Horror Story)

Το τέλειο άγαλμα (Mini Horror Story)

Είχα καιρό την ιστορία στο μυαλό μου και ήθελα να την γράψω. Ίσως και από το περασμένο καλοκαίρι. Ήταν η πρώτη φορά που ήθελα να εκφραστώ με τόσες πολλές λέξεις. Η αλήθεια είναι πως σαν πρώτη προσπάθεια δυσκολεύτηκα λίγο (αρκετά) και με βοήθησε ο αρχισυντάκτης του School Of Rock, αλλά ελπίζω το αποτέλεσμα να δικαιώσει το χρόνο που του αφιερώσατε.

Το τέλειο άγαλμα – Συγγραφέας: Νένα Μπίλλιου/Γιώργος Μεσολογγίτης


[dropcap size=dropcap-big]Η[/dropcap] Αναστασία ήταν μιαν απαστράπτουσα 23χρονη, γεμάτη χάρη. Το βάδισμα της ελαφίσιο, όπως και το βλέμμα της. Η φωνή της βελούδινη και η κορμοστασιά της λυγερή.

Ήξερε από μικρή σε τι όπλο μπορούσε να μεταμορφωθεί το γυναικείο σώμα και η μοναδική της επιθυμία αρχικά ήταν να τραβάει τα βλέμματα. Να γίνεται το κέντρο του κόσμου της. Όταν το πέτυχε αυτό, αρκετά γρήγορα, οι προσδοκίες μεγάλωναν. Μέρα με τη μέρα.

Τα καστανόξανθα μαλλιά και τα γκριζοπράσινα της μάτια, το λαμπερό χαμόγελό και οι τέλειες αναλογίες της, όλα βρίσκονταν στην υπηρεσία του μοναδικού σκοπού που έβαλε αργότερα. Να περάσει τις πύλες της φτώχειας και να διαβεί άλλους κόσμους. Πιο γυαλιστερούς από τον μόνιμα γκρίζο, που επικρατούσε στο σπίτι της.

Η μανά της, χωρισμένη από όταν η Αναστασία ήταν 13, της έλεγε να βάλει μυαλό στο άδειο της κεφάλι, γιατί μπορεί να πέσει από τους ώμους της έτσι κούφιο που ήταν. Τι ήξερε και εκείνη…

Ο στόχος για τον οποίο πριν πέντε χρόνια άφησε το Δομοκό, με πρόσχημα τις σπουδές στην Αθήνα, ήταν να λύσει άμεσα τα οικονομικά της προβλήματα. Δεν ήταν ποτέ καλή μαθήτρια, με το ζόρι έβγαζε 14-15, αλλά την τελευταία χρονιά του Λυκείου ζορίστηκε να πιάσει τα μόρια που χρειαζόταν για μια σχολή στην Αθήνα. Και έπιασε πολλά μόρια τελικά. Ιδίως του μαθηματικού της, για να ξεπληρώσει κάποια έξτρα μαθήματα που δεν μπορούσε να πληρώσει με χρήματα. Δεν ήταν η πρώτη της φορά. Θαρρείς πως γεννήθηκε με το χάρισμα να κάνει έναν 40αρη να λέει ‘ναι’ σε όλες τις επιθυμίες της.

Οποιαδήποτε σχολή της αρκούσε, αρκεί να έφευγε από τα στενά όρια των δυο χιλιάδων και κάτι κατοίκων που ήξερε ότι τη φθονούσαν και την κρατούσαν χαμηλά. Αργότερα όταν και θα τη ρωτούσαν από που κρατούσε η σκούφια της, θα ανέφερε τη Λάρισα αλλά και αυτό χωρίς να θέλει να δώσει λεπτομέρειες.

Εξάλλου οι κουβέντες που έπιανε η Αναστασία ήταν μόνο με άντρες. Οι γυναίκες της Αθήνας φάνηκε πως δεν ήταν και πολύ διαφορετικές από αυτές του Δομοκού. Φθονούσαν τη λάμψη της. Οι άντρες αν και πιο στιλάτοι, και αυτοί με τη σειρά τους δεν ενδιαφέρονταν από που είναι. Ήθελαν να τη ρίξουν στο κρεβάτι τους, δεν ήθελαν συνέντευξη. Ήθελαν καυτές νύχτες και παθιασμένες στιγμές μαζί της. Όλα στη σωστή τιμή…

1 – Καρυάτιδα, μυρωδάτη κόρη

Από την πρώτη στιγμή που αποβιβάστηκε από το τρένο, ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει για να πετύχει τον σκοπό της. Ή νόμιζε πως ήξερε τουλάχιστον. Στις ταινίες φαινόταν πιο εύκολο, ωστόσο δεν ήταν τόσο ελαφρόμυαλη όσο νόμιζε η μάνα της. Βρήκε πολλές φορές τοίχο, αλλά δεν σταμάτησε ποτέ. Είτε μέσα από τον τοίχο, είτε… καβάλα σ’ αυτόν, τα κατάφερνε.

Στη σχολή της, πήγαινε μόνο για να πείσει τους καθηγητές της να την περάσουν σε μερικά μαθηματάκια. Δεν ήταν άπληστη. Ήξερε ότι χρειάζονταν να περάσει το πολύ 2-3 το εξάμηνο, για να μην την ενοχλεί κανείς. Οι καθηγητές ήταν πιο εύκολοι από αυτούς του Λυκείου της. Εκείνοι δεν φοβόντουσαν την φυλακή, μόνο την απόλυση. Αλλά η εχεμύθεια ήταν μία από τις αρετές της. Εκτός από τα μαθήματα, τσέκαρε στην αρχή και για ωραίους φοιτητές με χοντρή τσέπη αλλά ποτέ δεν βρήκε κάτι που να τη συγκινήσει. Οι μεγαλύτεροι άντρες ήξεραν τι ζητούσαν, τηρούσαν τις συμφωνίες και δεν είχαν και πολλές αντοχές στο κρεβάτι για να την κουράζουν.

Η επόμενη κίνηση της ήταν να βρει δουλειά ως σερβιτόρα σε ένα πολύ ακριβό μπαράκι στο Κολωνάκι. Δεν την ένοιαζε η δουλειά, ήθελε να δικτυωθεί. Όπως και τα κατάφερε. Μετά από ένα τρίμηνο, παράτησε το σερβίρισμα. Είχε ένα πολύ σοβαρό πελατολόγιο να εξυπηρετήσει και έπρεπε να είναι άψογη.

Απαραιτήτως κάθε μέρα θα πήγαινε στο γυμναστήριο της αλλά και τρεις φορές την εβδομάδα έκανε χορό. Δεν ήθελε να χάσει την ευλυγισία και τη θηλυκότητα που είχε απο τη φύση του το σώμα της, λόγω ότι της άρεσε να γυμνάζεται σκληρά. Το απόγευμα έκανε το μπάνιο της με άλατα που τα χρυσοπλήρωνε. Κατευθείαν από την Ιαπωνία ήταν η παραγγελία, με την επιδερμίδα της να γίνεται πιο απαλή και από όταν ήταν δεκαέξι. Με αυτά τα άλατα δεν χρειαζόταν να φορέσει κάποιο άρωμα. Μύριζε σαν φρέσκο λιβάδι, δίπλα στην καλοκαιρινή αμμουδιά.

Κάποιος την είχε αποκαλέσει ως «Καρυάτιδα, μυρωδάτη κόρη». Ήταν κάποια παράφραση ενός ποιήματος όπως της είχε αναφέρει. Της φάνηκε ως ό,τι πιο ανέμπνευστο είχε ακούσει ποτέ, αλλά είχε προσποιηθεί την κολακευμένη. Ήταν πελάτης των 500 ευρώ για πέντε ώρες. Πέντε ακούραστες ώρες. Πάντως εκείνος γελούσε με αυτό.

Ο Κρίτωνας δεν ήθελε να κάνει σεξ. Είχε χάσει κάθε όρεξη αν και δεν ήταν πάνω από πενήντα ετών. Δεν τον ρώτησε ποτέ γιατί. Δεν μιλούσε πολύ και όταν το έκανε, η Αναστασία μπερδευόταν λίγο. Την έκανε να νιώθει λίγο αμήχανα γιατί μιλούσε όλο μεταφορικά και με παραβολές. Το μόνο που ζητούσε ήταν να έχει 1-2 φορές το μήνα, μια όμορφη γυναίκα δίπλα του. Να την βγάζει για δείπνο και ποτό, καθώς και να τη βλέπει γυμνή. Η Αναστασία πάντα αναρωτιόταν, αφού δεν ήθελε σεξ, ποιος ο λόγος του γυμνισμού της;

4b536314006b36bac93dbae091563029

Εκείνος καθόταν στη δερμάτινη πολυθρόνα του και εκείνη πόζαρε σαν άγαλμα μπροστά του. Δεν του έκανε στριπτίζ ή κάτι άλλο αισθησιακό. Απλά πετούσε τα ρούχα της και έπαιρνε τη στάση που της υποδείκνυε ο Κρίτωνας για περίπου 15 λεπτά. Ούτε μουσική, ούτε ποτά, ούτε ενθουσιασμός. Μόνο αμηχανία. Αμήχανα δεν είχε αισθανθεί ούτε στην καρέκλα του γυναικολόγου της όταν ήταν δεκαπέντε. Την είχα δει γυμνή αρκετοί πιο πριν.

Μια μεγάλη σάλα, στο πέμπτο όροφο της Μουρούζη και Ρηγίλλης γωνία, γεμάτο αγάλματα. Για την ακρίβεια ακέφαλα αγάλματα. Πάντα την έκανε να νιώθει άβολα ο χώρος, αλλά ο Κρίτωνας ήταν τόσο ευγενικός. Το ραντεβού ξεκινούσε από εκεί και μετά το αμήχανο τσιτσίδωμα, συνεχιζόταν με μια βόλτα στη νυχτερινή Αθήνα. Η πολυτελής μερσεντές του ήταν το κατάλληλο όχημα για να φιλοξενήσει το κορμί της. Απολάμβανε κάθε χιλιόμετρο που κατάπινε ο μεταλλικός τετράτροχος υπηρέτης. Κάθε αντανάκλαση πάνω στα φιμέ τζάμια και κάθε σταγόνα βροχής στην πανοραμική οροφή.

Χωρίς να το σκεφτούν και πολύ, έμπαιναν σε όποιο μπαρ τους έκανε κέφι. Στον Κρίτωνα του άρεσαν και αρκετά πέρα του κύκλου και του επιπέδου του. Ίσως αυτά του άρεσαν και πιο πολύ. Αργότερα πήγαιναν για φαγητό και η βραδιά τελείωνε και πάλι κάτω από το σπίτι του όπου και εκείνη έφευγε με ταξί. Η Αναστασία ήταν αυστηρή με το θέμα της επιστροφής. Δεν ήθελε να γνωρίζει κανείς που μένει.

Αντίθετα με πολλές κοπέλες που προσέφεραν τις ίδιες υπηρεσίες, εκείνη δεν έκανε ακριβή ζωή. Μπορεί το διαμέρισμα της εσωτερικά να ήταν βγαλμένο από περιοδικό διαρρύθμισης, αλλά ήταν στον Κολωνό επί της Παλαμηδίου. Δεν ήταν και τόσο κακή περιοχή όσο νόμιζαν κάποιοι, αλλά βρισκόταν πολύ μακριά από τον κόσμο των πελατών της. Το ενοίκιο ήταν εξευτελιστικά χαμηλό καθώς το διαμέρισμα ανήκε σε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, όπου είχε ταλαιπωρηθεί με νοικάρηδες στο παρελθόν.

Όταν ήθελε να γελάσει και παράλληλα να φρικάρει, θυμόταν την πρώτη μέρα που μπήκε εκεί μέσα. Οι αμέσως προηγούμενοι νοικάρηδες ήταν Κινέζοι. Βρήκαν κουφάρια από κοτόπουλα, παντού. Το σπίτι έμοιαζε αδύνατο να γίνει κατοικήσιμο αλλά αυτό δεν φόβισε την Αναστασία. Ήθελε να εξοικονομεί λεφτά. Τα λούσα θα τα απολάμβανε σε μια δεκαετία σύμφωνα με το πλάνο που κατάστρωνε, όταν ακόμα ήταν στο τρένο για Αθήνα. Και κυλούσε ομαλά…

Στα 23 της πια, ήταν ήδη στα μισά του πλάνου, είχε καταθέσεις που άλλες κοπέλες μόνο στα όνειρά τους είχαν δει και λόγω της εξαιρετικά αυστηρής επιλογής στους πελάτες της, το σώμα και η υγεία της ήταν στο επίπεδο που επέβαλαν, οι όλο και πιο ακριβές τιμές της.

Μέχρι τα 27, ήθελε να γνωρίσει κάποιον πρίγκιπα και να ζήσουν σε κάποιο νησί. Όχι από τα διάσημα που έλκυαν κοσμοσυρροή το καλοκαίρι. Σε αντίθεση με τις συναδέλφισσες της, δεν ήθελε κάποιον πλούσιο φλώρο να παντρευτεί. Ίσως το ήθελε στα 19 της, αλλά μετά την εκτενή της γνωριμία με αυτή την κατηγορία ανθρώπων, τους είχε σιχαθεί. Ήταν γεμάτοι κόμπλεξ και φοβίες, με περίεργου γούστα και επιδειξίες. Όχι του αυτοκινήτου και του σαλέ τους. Αλλά των σπουδών και των αναζητήσεών τους. Κάποιος προσπάθησε να την πάει σε μια συνάθροιση για τον Μπαφομέτ. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό, αλλά ένιωσε ανακούφιση που δεν πήγε όταν έμαθε.

Ήθελε κάποιον προσγειωμένο, όχι πολύ όμορφο. Δεν τον ήθελε στο μπάνιο να αλείφεται με κρέμες όπως ο πελάτης της ο Αντρέας, που η επαφή του σώματος της με το δικό του της έφερνε φαγούρα αλλά και αηδία καθώς ένιωθε τη λιπαρότητα. Ήθελε κάποιον που να ξέρει να βάψει το σπίτι, ή να βάλει ένα φωτιστικό. Κάποιον που να την αγαπήσει και να την κάνει βασίλισσα με τις πράξεις του, όχι με τα λεφτά του. Αυτή θα είχε μαζέψει όσα χρειάζονταν ώστε να ζήσουν κάνοντας δουλειές που τους αρέσουν, χωρίς να ανησυχούν για την απόδοση. Θα έλεγε ότι βρήκε από κάποια θεία της την περιουσία. Είχε το σχέδιο της…

Οι υπηρεσίες της ποίκιλαν και η πελατεία της γινόταν όλο και πιο εκλεκτή, ενώ πέρα από τις υψηλές χρεώσεις είχε και τα τυχερά της. Όπως το Saab που της έδωσε ο Ιωάννης ο τρίτος -έτσι ήθελε να τον αποκαλούν-, όπου με τη βοήθεια του προσωπικού της ταξιτζή πια, του Σπύρου, κατάφερε να το πουλήσει σε πολύ καλή τιμή. Δεν είχε δίπλωμα και δεν την ενδιέφερε να βγάλει.

Ο Σπύρος κλέφτης θα γινόταν; Τον είχε γνωρίσει πριν τρία χρόνια και δεν τον άλλαζε. Δεν ήταν ούτε το αυτοκίνητο, ούτε οι τιμές του. Τον πλήρωνε με το παραπάνω. Ήταν ο ίδιος ο Σπύρος. Ήταν 60ρης και έδειχνε ευτυχισμένος. Είχε οικογένεια, παιδιά, εγγόνια. Και μια γυναίκα που στα νιάτα της θα έκανε θραύση. Δεν την είχε ενοχλήσει όλα αυτά τα χρόνια, όχι με πονηρά λόγια ή πράξεις, αλλά ούτε με ένα βλέμμα. Αντίθετα πολλές φορές πίστευε ότι την έβλεπε σαν κόρη του. Και εκείνη τον συμπαθούσε πολύ. Πολλές φορές τις έφερνε πίτες που έφτιαχνε η γυναίκα του, παρά τις διαμαρτυρίες της ότι πρόσεχε την διατροφή της. Η αλήθεια ήταν ότι τις τσάκιζε κάποια βράδια που ξέμενε σπίτι χωρίς δουλειά και η ταινία ήταν η μόνη της επιλογή.

Περίπου ένα τέτοιο γάμο ήθελε. Πολλές φορές ο Σπύρος μιλούσε με τη γυναίκα του στο κινητό και έπιανε τον εαυτό της να ζηλεύει. Ακόμα και όταν τους άκουγε να έρχονται αντιμέτωποι με προβλήματα, ο τρόπος που τα προσέγγιζαν ήταν κάτι που το θαύμαζε και το ζήλευε ταυτόχρονα.

Πίστευε ότι έπρεπε να γλεντήσει όσο μπορούσε μέχρι να τα παρατήσει όλα και αφοσιωθεί στο σχέδιο οικογένεια. Ήθελε να νιώθει πλήρης, ότι τα έχει κάνει σχεδόν όλα για να γίνει μια καλή σύζυγος, χωρίς κόμπλεξ και καταπιεσμένα συναισθήματα.

2 – Τίποτα δεν είναι τσάμπα

Την πιο μισητή μέρα του χρόνου, αυτή του Αγίου Βαλεντίνου την περνούσε με τις φίλες της σε ένα μπαρ στο Γκάζι. Όπως κάθε χρόνο, η 14η Φλεβάρη δεν είχε δουλειά. Οι μοναχικοί τύποι έπεφταν σε κατάθλιψη και αυτοί που βρίσκονταν σε ένα πεθαμένο γάμο ή σχέση, προσπαθούσαν να δώσουν το φιλί της ζωής με αρκουδάκια, μπαλόνια και σοκολατάκια. Όλα με σχήμα καρδιάς. Άσχετα ότι την προηγούμενη ή την επόμενη μέρα, έβγαζαν τα απωθημένα τους για ηδονή και σεξουαλική ευχαρίστηση στην Αναστασία ή κάποια από τις φίλες της.

Εκείνο το βράδυ δεν περίμενε κάποιο τηλέφωνο, ήταν πρόχειρα ντυμένη με ένα κολλάν που αναδεικνύει τους γλουτούς της και τους γυμνασμένους μηρούς. Από τη στιγμή που ήταν γυναικοπαρέα, δεν ήθελε να μοιάζει απελπισμένη. Ένα ντύσιμο λατέρνα όπως έβλεπε παντού γύρω της, θα την έβαζε αυτομάτως στην κατηγορία «είμαι όμορφη αλλά δεν έχω σύντροφο, γιατί;». Δεν της πήγαινε…

Έδειχνε αφοσιωμένη στις χαζομάρες που αντάλλασσαν τα κορίτσια της παρέας αν και δεν ήταν. Μιλούσαν για τα άσχημα περιστατικά που μπρούν να συμβούν σε αυτή τη δουλειά, αλλά το χαζολογούσαν και αυτό σαν θέμα. Εκείνη όμως ταξίδευε αλλού.

Υπήρχε ένας και μοναδικός άντρας που της κέντριζε το ενδιαφέρον. Ίσως ακριβώς επειδή χρυσοπληρωνόταν για υπηρεσίες που τελικά δεν εκπλήρωνε. Ή στο περίπου…

Την τρέλαινε το γεγονός πως ένας άντρας σαν τον Κρίτωνα δεν ήθελε να κάνει σεξ. Οι πελάτες της το τελευταίο δεκαπενθήμερο, αν και καλοπληρωτές, στο κρεβάτι ήταν μπούφοι. Ο ένας μάλιστα ήταν και πρώην -γνωστό- μοντέλο. Εξάλλου και εκείνη επιζητούσε την ηδονή και το πάθος για σεξ. Οι περισσότεροι πληρωμένοι της σύντροφοι, «έτρωγαν» αχόρταγα το κορμί της όπως ο πεινασμένος ένα πιάτο φαγητό. Σπάνια μπορούσε κάποιος να την κάνει να αισθανθεί αισθησιακά. Δεν ήταν θέμα εμπειρίας ή ικανότητας του άντρα που είχε δίπλα της στο κρεβάτι. Αλλά κατά πόσο εκείνος μπορούσε να την ερεθίσει πριν ακόμα ξαπλώσουν στο κρεβάτι ή στον καναπέ (ή στο ασανσέρ, το μπαλκόνι, το αίθριο, την κουζίνα, το μπάνιο κλπ).

Η λίμπιντο της έφτανε στα ύψη, στην ιδέα και μόνο να καταφέρει να τον κάνει να σπάσει τα δεσμά που τον έπνιγαν. Δεν πίστευε στο ρομαντισμό αλλά θα ήταν ένα καταπληκτικό δώρο για έναν μοναχικό τύπο σαν αυτόν. Τα ραντεβού τους της είχαν αποφέρει πολλά χρήματα, μπορούσε να κάνει μια εξαίρεση του κανόνα της για εκείνον. Ο χρυσός κανόνας του «Τίποτα δεν είναι τσάμπα». Ο Κρίτωνας με το παγωμένο βλέμμα και τη σταθερή του ομιλία και φυσικά την ατάραχη στάση όταν αντίκριζε το γυμνό της κορμί, την άναβε παρά την κόμπλα της στιγμής. 

Οι φίλες της σχολίαζαν τους πάντες με την Αναστασία να απαντάει μονολεκτικά. Όταν το πήρε απόφαση, χωρίς να δώσει και πολύ σημασία στα σχόλια τους πως παρατούσε την παρέα, ήταν ήδη στο μετρό.

«Σιγά την παρέα».

3 – Πάρτι Φαντασμάτων

Στεκόταν όρθια στο συρμό που διέσχιζε την υπόγεια Αθήνα, ώστε σε τρεις στάσεις να βρεθεί στον Ευαγγελισμό. Από εκεί ήταν κοντά το σπίτι του Κρίτωνα. Το νυχτερινό αεράκι καθώς ανέβαινε τα σκαλιά για να βγει στην επιφάνεια ήταν αναζωογονητικό. Στο δρόμο προσπάθησε να αποφύγει να έρθει σε οπτική επαφή με τους τύπους που της σφύριξαν επιδεικτικά. Φοβήθηκε λιγάκι… Οι τελευταίοι, τέσσερρις άνδρες σε ένα αυτοκίνητο άσχημο, τετράγωνο και δίπορτο, της μίλησαν πολύ χυδαία. Εκείνη, απλά επιτάχυνε το βήμα της.

Στην είσοδο της πολυκατοικίας του Κρίτωνα ήταν όλα σκοτεινά. Λες και δεν υπήρχε ρεύμα. Η Αναστασία έσπρωξε ελαφρώς την πόρτα και εκείνη άνοιξε. Ένα απειλητικό νιαούρισμα κάποιας πεινασμένη γάτας την έκανε να παραπατήσει προς τα πίσω για λίγο. Μετά σκέφτηκε πως άφησε αυτούς τους γελοίους άντρες να την επηρεάσουν. Δεν ήταν ένα φοβισμένο γυναικάκι. Για μια πενταετία τώρα φρόντιζε τον εαυτό της, μόνη της. Μακριά από προστάτες και κλίκες. Και με μεγάλη επιτυχία μάλιστα. Θα ένιωθε καλύτερα βέβαια αν είχε και το σπρέι πιπεριού μαζί της.

Μπήκε στο σκοτεινό προθάλαμο και κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ.

Δεν λειτουργούσε…

Ο σκοτεινός διάδρομος της σκάλας ήταν μια δοκιμασία, ακόμα μια πρόκληση για εκείνη. Δεν λογάριασε τους πέντε ορόφους σκαλοπάτια. Ήταν σε τέλεια φόρμα. Έτσι πίστευε. Δεν περίμενε πως θα έχει λαχανιάσει μετά και το τελευταίο σκαλοπάτι, έξω από το οροφοδιαμέρισμα του. Φαίνεται πως έπρεπε να προσπαθεί σκληρότερα στο γυμναστήριο.  

Πλησίασε την πόρτα του και ακούμπησε το αυτί της, αν και δεν περίμενε πως πραγματικά θα άκουγε κάτι.

«Χαχανητά», ψιθύρησε.

Ζήλεψε λίγο… Είχε πάει εκεί να για κάνει σεξ με κάποιον που υποτίθεται δεν του άρεσε το σεξ και έπρεπε να βάλει τα δυνατά της για να τον αποπλανήσει. Πίεσε λίγο ακόμα το κεφάλι της προς την πόρτα. Αθόρυβα εκείνη άνοιξε προς έκπληξή της.

«Ωραία ασφάλεια, να ξέρω να μην σε προτιμήσω», σχολίασε καθώς βημάτισε προς το εσωτερικό και το σαλόνι.

Ο χώρος χάρις την τεράστια τζαμαρία του, πάνω από 8 μέτρα, φωτιζόταν επαρκώς από τα φώτα του δρόμου. Και πάλι όμως ήταν ένα ανατριχιαστικό πάρτι φαντασμάτων με όλα αυτά τα ακέφαλα αγάλματα.

19657-Ghosts-(www

«Ναι, εκεί…», ακούστηκε από το βάθος.

Ο Κρίτωνας ήταν με άλλη γυναίκα. Άκουγε ξεκάθαρα ήχους ερωτική πράξης. Αν μην τι άλλο, ήξερε εκείνη. Μια ανδρική βαριά ανάσα και μια γυναικεία τσιριχτή απόδειξη ηδονής, ακολούθησαν την υπόδειξη. Η Αναστασία άρχισε και εκείνη με τη σειρά της να ανασαίνει πιο βαριά. Είχε ανάψει.

Το στήθος έκαιγε.

Θυμήθηκε τον πελάτη της από την Νέα Ερυθραία. Την έβαζε να κρυφοκοιτάζει όταν εκείνος έκανε έρωτα με τη γυναίκα του. Εκείνη έπρεπε να στέκεται στην πόρτα και να αυτοϊκανοποιείται σε κοινή θέα. Ήταν από τις απολαυστικότερες εμπειρίες της, καθώς ήταν ένα πανέμορφο ζευγάρι που έτσι έλυναν το πρόβλημα βαρεμάρας που αντιμετώπιζαν χωρίς να απατούν ο ένας τον άλλον. Είχε δυνατούς οργασμούς και πληρωνόταν καλά.

Καιγόταν να το κάνει ακόμα μια φορά. Εκεί. Αλλά αν μην τι άλλο, δεν μπορούσε να είναι σε κοινή θέα. Δεν ήθελε να κάνει χαλάστρα στον Κρίτων και ας ζήλευε λίγο. Περπάτησε ανάμεσα στα ανατριχιαστικά, ακέφαλα αγάλματα του που σαν φρουροί, σε ανάγκαζαν να επιστρατεύσεις όλη σου την ευλυγισία για να περάσεις ανάμεσά τους χωρίς να κάνεις ζημιά.

«Πόσο θα έδωσε για κάθε ένα από αυτά άραγε;», σκέφτηκε η Αναστασία.

Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Έριξε μια κλεφτή ματιά στο εσωτερικό όπου φωτιζόταν με κεριά. Μια νεαρή κοπέλα ήταν πεσμένη στα γόνατα και ο Κρίτων από πίσω της. Το σώμα του ήταν σε καλύτερη κατάσταση απ΄ότι το είχε φανταστεί. Το μόνο που την ξένιζε ήταν ότι γυάλιζε. Σαν να είχε βάλει λάδι από τους ώμους, έως τους αστραγάλους του. Και δεν είχε τρίχες παρά μόνο στο κεφάλι του.

Η κοπέλα είχε τέλεια επιδερμίδα και σώμα, το πρόσωπό της δεν μπορούσε να το κρίνει αφού δεν έβλεπε. Παρά την ανεβασμένη της λίμπιντο, η ζήλια άρχιζε να κερδίζει έδαφος. Την είχε βάλει να γδυθεί πάνω από 30 φορές και απλά την παρατηρούσε. Τι είχε αυτό το πουτανάκι και άξιζε να πέσει στο κρεβάτι του δηλαδή;

Το χέρι της γλίστρησε βίαια στο αιδόιο της. Αναρίγησε… Δεν χρειαζόταν να αγγίξει τον εαυτό της καν για να έρθει στον πρώτο της οργασμό. Όπως φαινόταν και το ζευγάρι μπροστά της, έφτανε στον προορισμό του. Έβλεπε τους γλουτούς του Κρίτωνα να πάλλονται με ένταση. Ήταν κοντά…

Βίαια της άλλαξε στάση και έπεσε με δύναμη πάνω της ενώ εκείνη ήταν ανάσκελα. Τα χέρια του χάιδευαν το πρόσωπο της ενώ πίεζε όλο και πιο πολύ με τη μέση του το κορμί της. Η ανάσα του γινόταν όλο και πιο βαριά. Η Αναστασία ζαλιζόταν από την ηδονή, έκλεισε για λίγο τα μάτια και φαντάζονταν πως ήταν στη θέση της άγνωστης.

«Με πονάς, σταμάτα»,  άκουσε να διαμαρτύρεται το πουτανάκι και την άναψε περισσότερο.

«Τι κάνεις; Σταμάτα!», την άκουσε και πάλι.

Πιο πνιχτά.

Κοίταξε προς την κρεβατοκάμαρα. Τα χέρια του Κρίτωνα ήταν γύρω από τον λαιμό της και την έσφιγγαν. Η άγνωστη έδειχνε να αναζητά οξυγόνο επειγόντως όπως και η Αναστασία από τον πανικό. Ο χρόνος δεν ήταν με το πλευρό της για να καταφέρει να σκεφτεί.

Ένα μικρό ξεφύσημα.

Η τελευταία πνοή της άγνωστης. Ο Κρίτωνας την είχε πνίξει και συνέχισε να ασελγεί πάνω της. Ξανά πάρα φύσιν. Δεν θυμόταν να έχει φοβηθεί τόσο στη ζωή της.

Έκανε πίσω και έκατσε σε μια σκοτεινή γωνία. Χωρίς να χάσει χρόνο έστειλε μήνυμα στο Σπύρο να έρθει να την πάρει. Έπρεπε να φύγει το συντομότερο από κει μέσα.

Σύρθηκε προς τα πίσω. Το γυαλιστερό μαρμάρινο πάτωμα έκανε τη δουλειά της πιο εύκολη. Ξάφνου όμως, ο ώμος της βρήκε σε κάτι σκληρό. Ένας έντονος γδούπος ακούστηκε και ήταν μόνο η αρχή. Το ένα άγαλμα έπεφτε πάνω στο άλλο και όλα με τη σειρά τους στο πάτωμα κάνοντας τρομακτικό θόρυβο.

Η Αναστασία είδε τον Κρίτωνα γυμνό να στέκεται στην πόρτα του υπνοδωματίου κρατώντας μια ζώνη.

Έδειξε έκπληκτος όταν κατάλαβε ότι ήταν εκείνη. Δεν τον σταμάτησε αυτό όμως. Η αγκράφα της ζώνης του τη βρήκε στο χείλος και μάτωσε. Έφτυσε ένα δόντι και ο τρόμος της δεν την άφηνε να σηκωθεί από το γλιστερό πάτωμα. Άλλο ένα χτύπημα τη βρήκε αυτή τη φορά στη μύτη. Αίμα έτρεξε στο λαιμό της και την έπνιγε.

«Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;», άκουσε τον Κρίτωνα να φωνάζει με οργή.

Καθώς την πλησίασε, η Αναστασία άπλωσε το δεξί της χέρι στα αχαμνά του. Έσφιξε με δύναμη μπήγοντας παράλληλα τα νύχια της.

«Πουτάνα», μουρμούρισε καθώς γονάτιζε ζαλισμένος εκείνος.

Τα πόδια της την ύστατη στιγμή υπάκουσαν. Πάτησαν με δύναμη το έδαφος και έτρεξε. Κατέβαινε τα σκαλοπάτια δυο-δυο και πολλές φορές έκανε μικρά άλματα και από περισσότερα. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει. Νόμιζε πως ήταν ήδη στο δεύτερο όταν άκουσε μια κόρνα. Ήταν ο Σπύρος. Είχε έρθει γρήγορα, έπρεπε να φύγουν και να τρέξουν στην αστυνομία.

Λίγο πριν το ισόγειο, ο αστράγαλος την πρόδωσε. Ένα απροειδοποίητο ‘κρακ’ τρύπησε τα αυτιά της και έπεσε με το πρόσωπο στο πλατύσκαλο. Η ιδέα πως ο Κρίτωνας ακολουθούσε της έδωσαν τη δύναμη να συνεχίσει. Το ταξί είχε σταματήσει ακριβώς απ’ έξω από την πολυκατοικία. Σίγουρα θυμόταν ότι την είχε πάραλάβει πολλές φορές από εκείνο το σημείο ο Σπύρος. Του είχε γράψει για το παρακάτω στενό, ήταν σίγουρη.

«Γιατί δεν πήγες εκεί που σου είπα;», σκέφτηκε, ενώ το χέρι της έκανε να ανοίξει την εξώπορτα.

Τα φρεσκολουσμένα μαλλιά της υπέφεραν από το βίαιο τράβηγμα του Κρίτωνα. Η πόρτα άνοιξε και έκλεισε αμέσως, τραβώντας το βλέμμα του Σπύρου. Καθώς η Αναστασία χανόταν πίσω στο σκότος, ο Σπύρος πάτησε άλλη μια φορά την κόρνα και βγήκε από το ταξί του.

«Μην έρθεις εδώ».

«Αναστασία!», φώναξε έξω από την πολυκατοικία, προσπαθώντας να δει στο σκοτεινό της προθάλαμο που εκείνη πνιγόταν από το ίδιο της το αίμα. Ο Σπύρος έσπρωξε την πόρτα.

«Ανάστασ…».

Ο Κρίτωνας είχε πλησιάσει αθόρυβα στο σκοτάδι. Ένα αιχμηρό αντικείμενο τη μια στιγμή ήταν στο χέρι του, την άλλη στο σβέρκο του Σπύρου. Ο καλός της φίλος έπεσε αβοήθητος στο πάτωμα. Το σώμα του κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, αποκτούσε ακόμα μια τρύπα. Από τα λυσσασμένα χτυπήματα αυτού του διάβολου. Ο Κρίτωνας τον χτυπούσε μανιασμένα στην πλάτη. Δεν του έδωσε ούτε μια ευκαιρία.

Ο ταξιτζής ήταν νεκρός. Φρόντισε να σιγουρευτεί καρφώνοντάς τον στη μεγάλη και ζεστή του καρδιά. Με την ορμή που τον διακατείχε, πλησίασε την Αναστασία και την κλότσησε στο πρόσωπο. Λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις της, τον είδε να μπαίνει στο ταξί. Θα το οδηγούσε στον παρακάτω δρόμο και θα το άφηνε παρκαρισμένο μακριά από τα βλέμματα της γειτονιάς.

4 – Η δουλειά, είναι δουλειά

Το κεφάλι της πονούσε ακόμα και όταν ανοιγόκλεινε τα μάτια. Το στόμα της ήταν ξερό και μετά βίας ξεκολλούσε τη γλώσσα της από τον ουρανίσκο. Κατάλαβε όταν ήταν σκυμμένη και προσπάθησε να σηκωθεί. Την εμπόδισε κάτι στους ώμους. Κάθε δευτερόλεπτο που οι αισθήσεις επανέρχονταν, ο πόνος τις ακολουθούσε κατά πόδας.

Η ακοή της συνέλαβε έναν μηχανικό ήχο. Δεν ήξερε τι ήταν… Κοιτούσε μόνο ευθεία τα πεσμένα αγάλματα και αυτά θολά. Ο μηχανικός ήχος δυνάμωνε στα αυτιά της. Ο Κρίτωνας εμφανίστηκε στην άκρη του δωματίου φορώντας γάντια, ενώ ήταν γυμνός. Ήταν πολύ χοντρά εργατικά γάντια και το σώμα του γυάλιζε. Ακόμα.

«Ήσουν πολύ ανώτερη. Σε προόριζα για κάτι πολύ καλύτερο από αυτές εδώ», είπε δείχνοντας τα αγάλματα.

«Γυναίκες είναι αυτές;», ρώτησε η Αναστασία γεμάτη τρόμο.

«Ήταν! Μίλα σωστά ελληνικά! Αλλά τι ξέρεις εσύ; Μια πόρνη είσαι!», απάντησε. Βροντερά και απαξιωτικά. «Είχες το τέλειο πρόσωπο. Θα γινόσουν το καλύτερο δημιούργημα μου. Με αυτή τη μύτη όμως, με πας πίσω. Πρέπει να βρω άλλη τώρα».

«Είσαι άρρωστος…».

«Α, έτσι λες; Πως νομίζεις ότι έκανα τα λεφτά που μου έτρωγες; Ξέρεις πόσο εύκολα τα πουλάω αυτά; Εσύ θα είχες την τριπλή τιμή. Ήσουν το τέλειο άγαλμα, δεν πειράζει όμως. Στην τελική, ο καθένας παίρνει αυτό που του αξίζει».

Η κραυγή αγωνίας της σκεπάστηκε από τους ήχους του αλυσοπρίονου. Τα μάτια της γέμισαν με τρόμο όταν τον είδε να σηκώνει το φονικό του εργαλείο και να την πλησιάζει. Κανένα ίχνος συμπόνιας στα δικά του μάτια. Άρχισε να χτυπιέται πάνω σε αυτό το πράγμα που την είχε εγκλωβισμένη.

«Άσε με να φύγω», τσίριξε.

«Κάτσε φρόνιμα! Αν σε κόψω στραβά δεν θα αξίζεις τίποτα. Δεν άξιζες ζωντανή, τουλάχιστον κάνε μια χάρη στον εαυτό σου».

«Γιατί; Γιατί το κάνεις αυτό;», ρώτησε απελπισμένη. Το πριόνι ήταν μπροστά από το πρόσωπό της.

«Χα! Γιατί μου αρέσει!».

Το στόμα της γέμισε με αίμα. Δεν ήταν σίγουρη τι αισθανόταν πέρα από τις δονήσεις. Μύρισε καμένο κρέας, το πάτωμα έγινε κόκκινο. Είδε το σώμα της, για μια στιγμή. Εκεί φυλακισμένο χωρίς κεφάλι.

Ο Κρίτωνας με φανερά ανεβασμένη λίμπιντο. κατευθύνθηκε προς την άλλη κοπέλα. Την άγνωστη. Εκείνη δεν είχε το κορμί της Αναστασίας, δεν θα έπιανε πολλά.

Η δουλειά όμως ήταν δουλειά…

Και έπρεπε να γίνει.

Related post

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *