Reading time: Zωή γεμάτη θαύματα – Γιώργος Γιώτσας

Reading time: Zωή γεμάτη θαύματα – Γιώργος Γιώτσας

[dropcap size=dropcap]Έ[/dropcap]χω ένα παιδί δεκαοκτώ χρονών. Δεν έχει διανοητική καθυστέρηση ούτε κάποιου είδους κινητικά προβλήματα. Έχει διαταραχές συμπεριφοράς όμως…

Άσχημα ξεσπάσματα…

Κάνει πράγματα που με τρομάζουν…

Κάνω ό,τι μπορώ αλλά φοβάμαι πως και αυτό δεν είναι αρκετό… Κάτι κακό θα γίνει…

“Γαμώτο!” φώναξε, περισσότερο ξαφνιασμένος παρά θυμωμένος που ηχογραφούσε αυτές τις σκέψεις. Πάτησε το κόκκινο κουμπάκι με το “stop” και άφησε το μαγνητόφωνο πάνω στο κρεβάτι. Έκλεισε τα μάτια του.

Ξάπλωσε έτσι, δίπλα στο μεταλλικό κουτάκι στο οποίο είχε εμπιστευτεί το μυστικό που τον βασάνιζε και έτριψε νευρικά το μέτωπο του. Ο Ηλίας, ο μοναχογιός του, έπρεπε να πάρει καινούρια φάρμακα. Καινούρια πανάκριβα φάρμακα του υπενθύμισε χαιρέκακα μια φωνούλα μέσα του.

“Και που υποτίθεται ότι θα βρω τόσα λεφτά;”. To σκοτεινό δωμάτιο δεν του απάντησε.

Θυμήθηκε ξαφνικά τα λόγια εκείνου του γλοιώδη μαλάκα που του έδωσε δουλειά, του μάνατζερ, του “κυρίου” Κωστή. Τον είχε κοιτάξει κατάματα και του είχε πει -σχεδόν γελώντας- “Είσαι πια 45 χρονών! Είσαι τυχερός που σε προσλαμβάνουμε! Kαι ναι, με το minimum των αποδοχών, δες το σαν μια εμπειρία για ένα μεγαλύτερο μισθό στην επόμενη δουλειά που θα βρεις!”

…Ωραία…

Ευχαριστώ!.. Δηλαδή εσείς δε θα με κρατήσετε για πολύ, ενώ εγώ θα δουλεύω για τα λίγα κόκαλα που θα μου πετάτε…

“Και πως θα πληρώσω τα φάρμακα;” Καμία απάντηση. Το δωμάτιο δεν είχε όρεξη για κουβέντα σήμερα.

Το καλό είναι ότι είχε μαζέψει κάποια λεφτά που έφταναν για να βγάλουν τις γιορτές. Ένα ωραίο γεύμα και ένα αξιοπρεπές δώρο… Ναι, αυτά θα μπορούσε να τα αγοράσει στο γιο του. (Αρκεί να μην του ζητούσε πάλι κανένα γαμημένο λάπτοπ γιατί τότε ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΤΟΥ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΙ). 

Και με το άλλο θέμα όμως τι θα γινόταν; Αν δεν έπαιρνε ο Ηλίας τα φάρμακα που έπρεπε, ήξερε ότι ο “συγκάτοικος” του θα έβγαινε στην επιφάνεια και τότε τα πράγματα θα ήταν πολύ άσχημα. Γνώριζε πολύ καλά τι ήταν ικανός να κάνει.

“Διάολε, τι θα κάνω;” ρώτησε και πάλι το δωμάτιο. Το σκοτάδι παρέμεινε βουτηγμένο στη σιωπή και έτσι ο Nίκος αποφάσισε να ανοίξει τα μάτια του και να αποδεσμευτεί απ’ τις σκέψεις αυτές –έστω και για λίγο.

Πόση ώρα καθόταν έτσι; Δεν είχε σημασία… Προλάβαινε να ετοιμάσει βραδινό και να μιλήσει ήρεμα με τον Ηλία που ήταν κλεισμένος στο άλλο δωμάτιο.

Κοίταξε τριγύρω, χωρίς να ξέρει τι ψάχνει. Το μαγνητόφωνο ήταν ακόμα δίπλα του, σαν πιστό σκυλί. Παραπέρα, ένα δελτίο του ΛΟΤΤΟ για πολλές κληρώσεις, μάζευε σκόνη. Το παρατήρησε για μια στιγμή και ένα αμυδρό χαμόγελο φώτισε περίεργα το πρόσωπο του. Έπαιζε τυχερά παιχνίδια όχι γιατί περίμενε πως θα κερδίσει, απλά μόνο και μόνο για να επιτρέπει στον εαυτό του να κάνει γελοία όνειρα.

“Αν θα κερδίσω θα πάω τον Ηλία στους καλύτερους γιατρούς” σκεφτόταν πολλές φορές, και “θα του αγοράσω λάπτοπ και ότι άλλο του αρέσει” και ακόμα ότι “θα πάω σε κάποιον ειδικό να δει την τενοντίτιδα στα χέρια μου, που με πεθαίνουν κάθε μέρα στη δουλειά”.

Τα σκεφτόταν αυτά και πάντα χαμογελούσε για μια στιγμή, πριν η πραγματικότητα μουδιάσει και πάλι τα χείλη του. Ξαφνικά σκέφτηκε κάτι και κοίταξε το ηλεκτρονικό ρολόι που τρεμόφεγγε νωχελικά πράσινους αριθμούς δίπλα στο δελτίο. Εννιά παρά πέντε.

“Προλαβαίνω”

Άνοιξε την τηλεόραση και περίμενε.

Στην οθόνη εμφανίστηκε η αναγγελία για τη σημερινή κλήρωση. Δευτερόλεπτα μετά, μια ξανθιά με τηλεοπτικό χαμόγελο χαιρέτησε τους τηλεθεατές και αφού απηύθυνε ένα σύντομο λόγο, άρχισε να γυρίζει η λοταρία. Ο Νίκος παρακολουθούσε με τις σκέψεις να χορεύουν σαν σκοτεινά ξωτικά στο μυαλό του.

“…Έχω ένα γιο με σοβαρό πρόβλημα, μια δουλειά που δεν μου δίνει σχεδόν τίποτα και μια γυναίκα που με παράτησε και τώρα πρέπει να πηδιέται με κάποιον λεφτά… Χα!.. Ε, λοιπόν λίγη τύχη θα μου χρειαζόταν επιτέλους!” είπε στον εαυτό του και γέλασε.

Στην τηλεόραση, η ξανθιά κοπέλα -τώρα την παρατήρησε, είχε ένα πανέμορφο προκλητικό μπούστο-άρχισε να ανακοινώνει τους τυχερούς αριθμούς.

Λίγα δευτερόλεπτα μετά τα μάτια του Νίκου έμοιαζαν με τσιχλόφουσκες έτοιμες να σκάσουν ενώ το στόμα του είχε γίνει ένα λεπτό μισοφέγγαρο που είχε ξαπλώσει τρεμουλιαστό κάτω από την μύτη του.

“Κέρδισα” είπε με σιγανή φωνή και κοίταξε πάλι τους αριθμούς που είχε γράψει σε ένα χαρτάκι και μετά στο τυχερό δελτίο. Όλοι οι αριθμοί ταίριαζαν! Όλοι

“Κέρδισα!…” κλαψούρισε τώρα και δάκρια καυτά σαν λάδι άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια του και να αφήνουν ζεστά ίχνη στα μάγουλα του. Ναι. Είχε κερδίσει. 6 στα 6 νούμερα.

Μπίνγκο! Ναι! Εκατομμυριούχος!

Οι λέξεις είχαν κολλήσει στο λαιμό του σαν βάρκες μετά από πλημμυρίδα και το μόνο που σκεφτόταν ήταν “Τώρα θα του αγοράσω αυτό το μαραφέτι! Και ας μην το θέλει πια, το θέλω εγώ να του το αγοράσω, αυτό και ότι άλλο στερήθηκε τόσα χρόνια! Και θα μας εξασφαλίσω κανονικό γεύμα για τα Χριστούγεννα! Ναι, ναι θα φάμε πολύ! Και… Ναι… Θα του πάρω και τα φάρμακα, θα τα παίρνει κανονικά πια, όλα, κάθε μέρα, όχι όπως τώρα που δεν μπορεί, όχι, όχι τέλειωσαν αυτές οι εποχές! Και θα… Θα…” Άρχισε να κλαίει.

Αφού έκλαψε χωρίς ενοχές, ανακάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Χίλιες σκέψεις βούιζαν στο κεφάλι του, σαν παγιδευμένες μέλισσες σε βάζο, αλλά κατάφερε να απομονώσει μια που του άρεσε.

“Ναι. Αυτό θα κάνω!”

Αμέσως σηκώθηκε και ντύθηκε. Έβαλε ζεστά ρούχα γιατί έξω χιόνιζε. Έσκυψε κάτω από το κρεβάτι και τράβηξε μια φθαρμένη παπουτσοθήκη. Μέσα σε ένα παλιό και λερωμένο ζευγάρι Adidas υπήρχε καλά κρυμμένο, ένα μασούρι με χαρτονομίσματα – όλες του οι οικονομίες. Ήταν τα χρήματα που κρατούσε για τα Χριστούγεννα και αυτά που μάζευε για τα βαριά φάρμακα που έπαιρνε ο Ηλίας συν λίγα ακόμα που είχε κρατήσει για ώρα ανάγκης. Τα πήρε όλα. Αφού τα έχωσε με ανυπομονησία στην τσέπη του μπουφάν του, βγήκε σχεδόν τρέχοντας από το δωμάτιο. Ξέχασε την τηλεόραση ανοιχτή.

Έριξε μια βιαστική ματιά στο δωμάτιο του Ηλία. Η πόρτα ήταν κλειστή και κλειδωμένη από μέσα. Μάλλον κοιμόταν.

“Είναι απίστευτο αλλά σήμερα δεν έχει ξυπνήσει φωνάζοντας ούτε μια φορά… Είναι σίγουρα η τυχερή μας μέρα!” σκέφτηκε νιώθοντας μια ακατανίκητη επιθυμία να ουρλιάξει από χαρά, να του χτυπήσει την πόρτα, να χορέψουν τρελά -αλλά δεν το έκανε. Αντίθετα βγήκε από το σπίτι κλείνοντας την εξώπορτα προσεχτικά για να μην κάνει καθόλου θόρυβο. Κατέβηκε τα σκαλιά μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας με μεγάλες δρασκελιές και όταν βγήκε στο δρόμο απόλαυσε μια παγωμένη ριπή ανέμου που τον χτύπησε στο πρόσωπο.

Ήταν ωραίο βράδυ και ο Νίκος άρχισε να περπατά ζωηρά με τα χέρια χωμένα στις ζεστές τσέπες του μπουφάν του. Ο αέρας ήταν κρύος αλλά υπέροχος, ενώ ο ουρανός είχε μια απόχρωση βιολετί, σχεδόν μαγική. Όσοι περπατούσαν στα υγρά πεζοδρόμια ή στέκονταν στα κατώφλια των στολισμένων καταστημάτων, κοίταζαν τον άνδρα που χαμογελούσε και έμοιαζαν να του χαμογελούν και αυτοί. Ο δρόμος που διάλεξε τον οδήγησε στο μεγάλο εμπορικό κέντρο που ήταν ακόμα ανοικτό. Εορταστικό ωράριο!

Ο Θεός να έχει καλά όποιον το αποφάσισε! σκέφτηκε ο Νίκος και σκούντηξε κατά λάθος μια κυρία που περνούσε από δίπλα του.

“Συγνώμη!” είπε βιαστικά με ένα μεγάλο χαμόγελο και στράφηκε ξανά προς το εμπορικό. Η έκφραση του έκανε την κυρία να χαμογελάσει αντί να διαμαρτυρηθεί. Ψώνια της τελευταίας στιγμής για τους δικούς του, σκέφτηκε.

Το μεγάλο εμπορικό εμοιαζε με βουερό μελίσσι. Κόσμος περπατούσε από και προς όλες τις κατευθύνσεις, άνθρωποι προσπερνούσαν το ένα ράφι για να σταθούν μπροστά στο επόμενο, διάλεγαν ή άφηναν προϊόντα -συνήθως παιχνίδια αλλά και βιβλία και ηλεκτρονικά- και τεράστιες ουρές είχαν σχηματιστεί σαν αχόρταγα φίδια μπροστά από τα ταμεία. Πριν χαθεί μέσα στην τρέλα του κόσμου, ο Νίκος, ρώτησε έναν υπάλληλο και πήγε στο τμήμα με τα ηλεκτρονικά. Γύρω του φωνές, κουδουνίσματα τηλεφώνων και γέλια έκαναν τις άσχημες σκέψεις που είχε πριν από ώρα να ξεθωριάσουν.

Βρήκε έναν νεαρό πωλητή ο οποίος πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι και φορούσε μια τσαλακωμένη κόκκινη μπλούζα. Το ψευτο-ταμπελάκι που είχε καρφιτσωμένο στο σημείο της καρδιάς ενημέρωνε πως το όνομα του ήταν “Άγγελος”.

“Γεια σου Άγγελε!”, του είπε με ανυπομονησία και παίρνοντας μια ανάσα, συνέχισε. “Θέλω να αγοράσω το καλύτερο λάπτοπ που έχετε στο κατάστημα! Το καλύτερο και το ακριβότερο!

Για να συνεχίσεται το διάβασμα πατήστε ΕΔΩ! Στο site moonlightaless δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το κείμενο.

Ο Γιώργος Γιώτσας είναι ο συγγραφέας του μυθιστορήματος ΕΚ ΝΕΚΡΩΝ, το όποιο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΛΥΚΟΦΩΣ.

Το Facebook Fanpage του συγγραφέα: Εκείνος που Ψιθυρίζει

1915285_679518978857738_364391011495643955_n

Related post

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *