Death Whispered a Lullaby

Death Whispered a Lullaby

Μου είναι αδύνατον να πιστέψω ή καλύτερα να χωνέψω την εξωφρενική ροή του χρόνου. Κοιτώντας αυτή τη χάρτινη ασπρόμαυρη συσκευασία, τίποτα δεν θυμίζει την ηλικία της. Ανοίγοντας το και παρατηρώντας τα διάφανα, άφθαρτα πλαστικά της μέρη και το γυαλιστερό λευκό δισκάκι, ένιωσα έτοιμος για αυτή τη βουτιά στην άβυσσο. Για τα επόμενα 43 λεπτά θα ταξίδευα, όχι όμως προς το άγνωστο.

Μέσα σε αυτή την παραζάλη και την αναμπουμπούλα της αλλαγής, της ζωής μου όχι αυτή που ευαγγελιζόταν ο Ανδρέας, αναγκάστηκα να αποχωριστώ και το αγαπημένο μου στέρεο με τη λεπτομερή επεξεργασία των equalizer. Περιορίστηκα λοιπόν στο να βάλω το cd στο playstation 3 και να συνδέσω τα ακουστικά σε μια έξοδο της τηλεόρασης (Θεέ μου…).

Έτσι ξεκίνησαν οι νότες του πρώτου κομματιού. Το Windowpane των Opeth, από την κυκλοφορία τους Damnation, τον Απρίλιο του 2003. Στο χέρι μου κρατούσα το booklet αλλά δεν χρειάστηκε πάνω από μερικά δευτερόλεπτα για να μου πέσει από το χέρι, καθώς δεν μου χρειαζόταν πια. Η μαγεία του album είχε ακόμα επίδραση, πάνω μου τουλάχιστον. Με πήρε από το χέρι και με οδήγησε ξανά στα σκοτεινά μονοπάτια, όπως και την πρώτη φορά.

Τα κομμάτια του άλμπουμ τα είχα ακούσει κυρίως ξεχωριστά όλα αυτά τα χρόνια, σαν μουσική υπόκρουση ενώ έκανα κάτι. Μια αναζήτηση στο internet, μια βόλτα με το αυτοκίνητο ή το πλύσιμο των πιάτων (men rules!). Τα είχα ακούσει όλα, αρκετές φορές. Ποτέ όμως σαν σύνολο, πέρα από την πρώτη και μοναδική φορά, όταν και είχα μόλις αγοράσει το άλμπουμ. Σήμερα θυμήθηκα και πάλι τον λόγο που υποσυνείδητα απέφευγα αυτή την πρόκληση.

Αυτή η κυκλοφορία έχει κάτι το ύπουλο. Θυμάμαι πως τέσσερις μήνες πριν την τοποθέτηση της στα ράφια των δισκοπωλείων, το συγκρότημα είχε κυκλοφορήσει ένα φυσιολογικό άλμπουμ Opeth, το Deliverance. Ίσως ένα από τα καλύτερα death metal albums. Όταν ακούς ένα δίσκο ακραίας μουσικής, με την καλλιτεχνική προσέγγιση που μόνο ένα γκρουπ σαν τους Σουηδούς μπορούσε να δώσει (τότε τουλάχιστον), περιμένεις το σκοτάδι. Περιμένεις να σε επισκεφθούν φαντάσματα. Είναι καλοδεχούμενα για ένα ξεγυρισμένο headbanging. Τα φαντάσματα που βγαίνουν όμως μέσα από απαλές μελωδίες ακουστικών οργάνων, είναι επιθετικά και δεν έχουν όρεξη για μπύρες.

Ίσως το newsletter που εξέδωσε η δισκογραφική τους εταιρία τότε, αν δεν κάνω λάθος η Peaceville records, που μιλούσε για ακουστικό άλμπουμ με μπαλάντες(!), ίσως η προακρόαση του από το Metal Hammer που μιλούσε για ένα “ονειρικό ταξίδι”, με είχαν ξεγελάσει.

Τα 43 λεπτά αυτού του ακουστικού αριστουργήματος είναι η τέλεια παγίδα να ταξιδέψει κανείς στην προσωπική του κόλαση. Φυσικά μιλάμε για ακρόαση με ακουστικά, σε σκοτεινό χώρο και κανένα ίχνος ζωής γύρω σου που θα σου αποσπάσει την προσοχή. Γιατί τα φαντάσματα αντιπαθούν κάθε τι ζωντανό. Δεν εμφανίζονται πάρα μόνο σε εσένα που τα καλείς υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Εμφανίζονται μόνο για σένα, επειδή σου ανήκουν ή τους ανήκεις.

Έτσι λοιπόν όπως και τότε, ταξίδεψα στις στοές των αναμνήσεων μου.  Μόνο που αυτή τη φορά ήταν πιο σκοτεινές, πιο απόκρυφες, πιο αμείλικτες. Μια δεκαετία γεμάτη αναζητήσεις, άγχος, απογοητεύσεις και αποχωρισμούς. Οι στοές αυτές, είχαν γεμίσει βρώμικα και σαδιστικά φαντάσματα. Η κόλαση του 2003 ήταν μια παιδική χαρά μπροστά σε αυτήν.

Τα γλυκά sliding των εξάχορδων σειρήνων, ήταν αυτά που έριχναν το σκοτεινό πέπλο γύρω μου και δεν μπορούσα να ξεφύγω. Τα φωνητικά του Mikael Åkerfeldt (με τον Steven Wilson να σιγοντάρει), ήταν οι φωνές των ερινυών.  Εγώ είχα επιλέξει αυτό το ταξίδι και δεν μπορούσα να κάνω πίσω.

Όλα μπροστά μου. Οι άνθρωποι που με πρόδωσαν και αυτοί τους πρόδωσα εγώ, οι ευκαιρίες που έχασα, ο χρόνος που σπαταλήθηκε σε ανούσιες ασχολίες και εκεί στη μέση του τεράστιο αυτού χώρου στεκόταν μια σκιά. Είχε υπόσταση, αλλά όχι πρόσωπο. Ένιωθα ότι με κοιτούσε. Σήκωσε το χέρι και έδειχνε, έδειχνε εμένα. Πλησίασε με το χέρι προτεταμένο. Ήθελε να με αγγίξει, η αγωνία μου κορυφώθηκε.

Ξαφνικά όλα έσβησαν, η φιγούρα έφυγε τελευταία από το οπτικό μου πεδίο. Κοίταξα γύρω μου. Ήμουν και πάλι στο διαμέρισμα. Δεν άκουγα κάτι από τα ακουστικά μου. Σύμφωνα με το ρολόι στο γραφείο, ο δίσκος πρέπει να είχε παίξει ολόκληρος και να είχε τελειώσει πριν δυο λεπτά. Κάθισα λίγο ακόμα στο σκοτάδι, υπό την ασφυξία της ησυχίας αυτή τη φορά.

«Μα είναι απλά μουσική», σκέφτηκα προσπαθώντας να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα.

Προσπαθούσα συνέλθω από το ταξίδι. Ίσως πάλι παρακαλούσα κάποιο από τα φαντάσματα μου, να έρθει και να μου κάνει παρέα. Καλύτερο από το τίποτα.

Στις στιγμές πριν ο ύπνος ξεκουράσει το μυαλό μου, ήμουν σίγουρος πως το άκουσα. Ήταν εκεί και μου τραγουδούσε ψιθυριστά…

Under the fog there are shadows moving, don’t be afraid, hold my hand, into the dark there are eyelids closing,
buried alive in the shifting sands.Ohhh, Sleep my child

Related post

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *