Το νέο διήγημα του Haunted Worlds: Το νούμερο έξι!

Το νέο διήγημα του Haunted Worlds: Το νούμερο έξι!

[dropcap size=dropcap]Τ[/dropcap]ο Haunted Worlds.eu ξεκινάει και επίσημα το άνοιγμά του στο κοινό με ένα νέο κείμενο.

Ο αρχισυντάκτης του School of Rock.gr, Γιώργος Μεσολογγίτης,  θα σας ταξιδεύει με νέες ιστορίες, διηγήματα σε σειρές αλλά και αποσπάσματα από τις μυθιστορηματικές του προσπάθειες, καθώς και δική του μουσική στους στοιχειωμένους κόσμους του.

Σας εξιτάρει ο τρόμος; Το άγνωστο; Το μυστήριο;

Το νούμερο έξι!

[dropcap size=dropcap]Ή[/dropcap]θελε να τρέξει, όμως τα πόδια δεν υπάκουγαν στις εντολές του του. Ήθελε να φύγει μακριά από αυτό το μέρος, τον τρόμαζε. Δεν ήξερε καν πως βρέθηκε εκεί. Σαν να ξύπνησε σε αυτή τη γκρίζα γειτονιά που δεν είχε δει ποτέ του ξανά. Δεν μπορούσε όμως να ελέγξει τα πόδια του.

Ένιωθε παρουσίες και αυτό τον φόβιζε ακόμα περισσότερο. Αυτή η πόλη ήταν στοιχειωμένη. Κοίταξε σε ένα περιφραγμένο οικόπεδο. Ένα λευκό, μεγαλόσωμο σκυλί τον κοιτούσε στα μάτια. Ίσως και να του γαύγισε μια φορά, αλλά αδυνατούσε να ακούσει. Είδε το στόμα αυτού του όμορφου ζώο να πάλλεται και να ανοιγοκλείνει αλλά δεν άκουγε κάποιον ήχο.

Άκουγε όμως την καρδιά του. Χτυπούσε δυνατά αλλά αργά. Οι ανάσες του γίνονταν όλο και πιο δύσκολες. Έπρεπε να φύγει από εκεί, θα ερχόταν αυτός. Το ήξερε.

Η γειτονιά άρχιζε να γίνεται οικεία. Ίσως να μην το είχε προσέξει πριν. Έμοιαζε με το μέρος που μεγάλωσε. Μα ναι…

Εκεί ήταν το μαγαζάκι του φαφούτη κοσμηματοπώλη που πάντα τον τρόμαζε η όψη του. Και απέναντι… Φυσικά! Ένα μεγάλο αλλά παλιό κτήριο όπου ήταν το πρώτο του φροντιστήριο αγγλικών. Γύρισε να κοιτάξει τον σκύλο. Αυτή η περιφραγμένη γωνιά είχε μετατραπεί σε ένα βουνό από σκουπίδια. Δεν μύριζε αλλά το σύννεφο από μύγες του έκρυβε την άλλη άκρη του δρόμου. Όχι αρκετά για να μην το δει όμως. Αυτός ήταν έτσι; Όλα τελειώνουν…

Σκέφτηκε να χωθεί στο μαγαζί του κοσμηματοπώλη. Μόλις έπιασε το πόμολο, μια σεισμική δόνηση, σχεδόν το κατεδάφισε. Έπρεπε να μπει στην διπλανή πολυκατοικία. Σε αυτή που μεγάλωσε. Σε αυτή που μοιράστηκε τα πρώτα όνειρα του, αλλά εκείνη τη στιγμή τον τρόμαζε όσο τίποτα άλλο.

Η εξώπορτα ήταν ξεκλείδωτη. Το ασανσέρ που θυμόταν να υπάρχει, ήταν ένας τοίχος με τσιμεντόλιθους. Έπρεπε να ανέβει αυτά τα απότομα σκαλοπάτια. Φαίνονταν να έχουν κλίση 40-50 μοίρες. Και με τα δυσκίνητα πόδια του, φαινόταν άθλος να ανέβει έστω και μερικά.

Κοίταξε πίσω του. Αυτός ερχόταν. Τον έψαχνε. Έπεσε κάτω και έγινε ένα με το σκληρό πάτωμα για να μην τον δει. Δεν μπορούσε να διακρίνει χαρακτηριστικά του προσώπου του. Αλλά έδειχνε ήρεμος. Το περπάτημα του, οι κινήσεις του. Ακόμα και αν δεν μπορούσε να τον εντοπίσει σε πρώτη φάση. Έκανε μερικά βήματα μακριά.

«Τον ξεγέλασα», σκέφτηκε ο Βασίλης. Έπρεπε να απομακρυνθεί άμεσα.

Άρχισε να ανεβαίνει τα απότομα σκαλοπάτια. Τα πόδια του σχεδόν τα έσερνε. Δεν είχε φτάσει ακόμα στον πρώτο όροφο όταν άκουσε βήματα στο ισόγειο. Η απελπισία γέμισε την ψυχή του. Δεν θα ξέφευγε ποτέ…

Κοίταξε γύρω του. Μακρόστενοι λευκοί τοίχοι χωρίς πόρτες. Δεν είχε διαμερίσματα αυτή η πολυκατοικία. Ήξερε όμως ότι έπρεπε να πάει στον τρίτο. Εκεί ήταν το πατρικό του. Εκεί δεν θα τον πείραζε κανείς. Άλλη μια σεισμική δόνηση κόντεψε να τον πετάξει κάτω από τον δεύτερο όροφο που είχε φτάσει με πολύ κόπο.

Βαριά βήματα ακούστηκαν. Όπως ένα σκληρό παπούτσι χτυπάει στο μάρμαρο. Τα σκαλιά που ανέβαινε εκείνος έδειχναν σαν από τσιμέντο όμως. Δεν είχε χρόνο να σκεφτεί. Έπρεπε να φτάσει στο τρίτο όροφο.

Άρχισε να βρέχει…

Ήταν απίστευτο. Άρχισε να βρέχει μέσα στο κτήριο. Ένιωθε την υγρασία αλλά δεν βρεχόταν. Έβλεπε στάλες να διαγωνίζονται στην κατάβαση των λευκών τοίχων, αλλά μόλις πλησίαζε το χέρι του να απομακρύνονται φοβισμένες. Ένιωσε πίκρα που τις φόβιζε. Δεν το ήθελε.

Κοίταξε πίσω του. Η καρδία του ήταν έτοιμη να σπάσει το ένιωθε. Άρχισε να βήχει. Άκουγε τα βήματα, ήταν κοντά αλλά δεν τον έβλεπε. Το διαμέρισμα ήταν στην άλλη άκρη αυτού του τεράστιου διαδρόμου. Στα μισά έπεσε. Δεν μπορούσε να περπατήσει άλλο.

«Βοήθεια!», προσπάθησε να φωνάξει. Ο λαιμός του τον έκαιγε αλλά οι φωνητικές του χορδές, συντάχτηκαν με τα πόδια του. Δεν τον υπάκουγαν. Μέσα στο μυαλό του, η κραυγή του ήταν ότι πιο δυνατό είχε ακούσει. «Βοήθεια», χτύπησαν ξανά τα μηλίγγια του. Συνέχισε να σέρνεται προς το διαμέρισμα ασθμαίνοντας.

«Γιατί εγώ;».

Διαβάστε τη συνέχεια στο Hauntedworlds.eu

haunted worlds

Related post

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *