Πάντα μου άρεσε το μπαλκόνι μου

Πάντα μου άρεσε το μπαλκόνι μου

[dropcap size=dropcap-big]Τ[/dropcap]ο τέλος μιας ακόμη μέρας με βρήκε καθιστό στην κρύα και άβολη μεταλλική καρέκλα του μπαλκονιού μου, καπνίζοντας το τελευταίο μου τσιγάρο. Πάντα έλεγα ότι θα το κόψω με το φως της επόμενης μέρας, αλλά πάντα συνειδητοποιούσα ότι δεν είχα τη δύναμη. Πάντα μια παράξενη και απόκοσμη δύναμη με τραβούσε στο να ανάψω άλλο ένα και να ακούσω αυτό τον γλυκό ήχο που κάνει η καύτρα.

Είχαν περάσει 40 λεπτά από τότε που γύρισα σπίτι, μετά από μια κουραστική και μονότονη μέρα. Λένε ότι μερικές φορές οι άνθρωποι βολεύονται σε αυτή την μονοτονία. Σε αυτή την ρουτίνα, λειτουργώντας σχεδόν σαν ρομπότ. Το ίδιο συμβαίνει και με εμένα.

Αλλά δεν ήμουν πάντα έτσι. Όχι. Θυμάμαι κάποτε είχα όρεξη και ενέργεια για το οτιδήποτε που θα εμφανιζόταν σαν επιλογή. Ίσως και αυτός να είναι ο λόγος που τώρα βολεύτηκα σε αυτή τη ρουτίνα. Κουράστηκα, ξενέρωσα, πληγώθηκα από μερικές λάθος επιλογές και άτομα. Ίσως απλά να μεγάλωσα πλέον για αυτά και τώρα προσπαθώ να μπω και εγώ σε μια πορεία που πρέπει να έχει κανείς για να είναι «σωστός» άνθρωπος για την σκατένια κοινωνία που ζούμε.

Ναι, σχεδόν με έχουν πείσει ότι ζω σωστά. Αλλά ρε γαμώτο… Πάλι εμένα κάτι μου λείπει. Ένα κενό το οποίο δεν γεμίζει με τίποτα. Απλά υπάρχει εκεί σαν μια μαύρη τρύπα που ρουφάει τα πάντα. Ευτυχώς που έχω όμως και αυτά τα λίγα λεπτά πριν κοιμηθώ, εδώ στο μπαλκόνι μου.

Κάθε άνθρωπος έχει τις παραξενιές του, βασικά όχι παραξενιές δεν μου αρέσει αυτή η λέξη. “Ιδιαίτερες” συνήθειες θα το έλεγα. Ναι, είναι πολύ καλύτερα έτσι. Κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του ιδιαίτερες συνήθεις. Εμένα είναι το ότι δεν μπορώ να πέσω στο κρύο και άδειο κρεβάτι μου χωρίς να κάνω το τελευταίο, μέχρι το επόμενο, τσιγάρο.

Πάντα μου άρεσε το μπαλκόνι μου αυτή την ώρα. Εδώ δεν ήμουν ποτέ μόνος μου. Παλιότερα είχα αυτήν μαζί μου. Το άλλο μου μισό, τον έρωτα της ζωής μου… Τον άνθρωπό μου. Βέβαια κατάλαβα ότι όλα αυτά δεν την συγκίνησαν, όταν με παράτησε σαν αποτυχημένο. Δεν πειράζει όμως, τώρα είχα κάτι καλύτερο για παρέα. Είχα το τσιγάρο μου. Είναι η ιδανική παρέα για εμένα. Ξέρει να ακούει και πάντα συμφωνεί μαζί μου. Και το κυριότερο, είναι πάντα εδώ όταν το χρειάζομαι.

Η ώρα είναι 2 μετά τα μεσάνυκτα. Η κατάλληλη ώρα για να ηρεμίσεις. Ησυχία.  Την χαλάει μόνο ο ήχος της βαριάς ανάσας μου, που εκπνέει τον καπνό και μαζί με αυτόν όλα τα προβλήματα μου, τουλάχιστον για μερικά λεπτά ηρεμώ.

Ζώντας στο κέντρο μιας πολύ ζωντανής πόλης, η θέα που έχω δεν είναι ούτε ψηλά καταπράσινα βουνά ούτε απέραντες γαλάζιες θάλασσες. Είναι ένα μουντό γκρι που το βράδυ γίνεται μαύρο, με μερικές πινελιές από φώτα που ξεπροβάλλουν από τα αμέτρητα παράθυρα.

Αυτό μου άρεσε περισσότερο από όλα. Τα παράθυρα. Άλλα με φως αλλά σκοτεινά, μερικά ανοιχτά και μερικά κλειστά. Όλα όμως είχαν μια δικιά τους ξεχωριστή ιστορία να πουν. Απλά περίμεναν εκεί κάποιον να τα διαβάσει. Αυτό έκανα κάθε βράδυ. Διάβαζα…

Ακριβώς απέναντι μου υπήρχε ένα αρκετά μεγάλο ανοιχτό παράθυρο, με τις πολύ λεπτές κουρτίνες του να παλεύουν με το αδύναμο βραδινό αεράκι. Σαν να θέλουν να φύγουν, να πετάξουν μακριά, μακριά από αυτό το παράθυρο που τις κρατά εγκλωβισμένες εκεί για πάντα, μέχρι να τις αλλάξουν και να βρεθούν χωμένες σε κάποια ντουλάπα. Τις καταλάβαινα απόλυτα. Πάνω κάτω έτσι ένιωθα και εγώ. Είναι καλοκαίρι και αντί να είμαι κάπου έξω και να διασκεδάζω κάτι με κρατάει και εμένα εδώ μέσα, σαν να είμαι φυλακισμένος μέσα στον ίδιο μου τον εαυτό και όσο και να πάλευα δεν μπορούσα να ξεφύγω.

Την ησυχία άρχισε να την χαλάει ένα κλάμα. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω από πιο παράθυρο ερχόταν. Ήταν μάλλον ένα μωρό που έκανε σαν γατί ή ένα γατί που έκανε σαν μωρό, δεν ξέρω. Το σίγουρο ήταν ότι αυτό που άκουγα έκλεγε. Κάτι το πόναγε και το έκανε να νιώθει λυπημένο. Πόσες φορές Θεέ μου ήθελα να κλάψω και εγώ, αλλά δεν μπορούσα. Δεν έπρεπε να δείχνω αδύναμος σε κανένα. Ούτε σε αυτούς που θα με χλεύαζαν δεν θα τους έδινα αυτήν την ικανοποίηση, αλλά, ούτε σε αυτούς που με αγαπούσαν, ή έλεγαν ότι με αγαπούσαν. Έπρεπε πάντα να δείχνω ότι είμαι καλά γιατί δεν ήθελα να στεναχωρηθούν και αυτοί με τα δικά μου προβλήματα. Έτσι πάντα φόραγα την μάσκα της αναισθησίας. Έθαβα κάθε δάκρυ μέσα μου, πολύ βαθιά, ώστε να μην μπορεί να ξαναβγεί, ποτέ. Το αποτέλεσμα ήταν να με λένε αναίσθητο ακόμα και μαλάκα. Βολεύτηκα και σε αυτό. Στο να είμαι μαλάκας, στο να κάνω τον μαλάκα… Η αλήθεια είναι ότι πλέον το έκανα με τεράστια επιτυχία. Αυτή η κακάσχημη μάσκα είχε πλέον γίνει το πρόσωπό μου. Δεν θυμόμουν πια ποιος ήμουν και αυτό δεν μου άρεσε καθόλου.

Μερικές φορές φώτα εμφανίζονταν για λίγο που μετά όμως χάνονταν δίνοντας την θέση τους στο σκοτάδι. Ποιος ξέρει τι να γινόταν άραγε σε αυτά τα λίγα λεπτά. Πολλά μπορούσαν να γίνουν. Αυτή τη φορά ένα γυναικείο κεφάλι μαρτυρούσε ότι κάποιος είχε διψάσει. Αλλά είχε όντως διψάσει ή απλά ήταν η ώρα που έπρεπε να πάρει το πράσινο χαπάκι; Αυτό που έπαιρνα και εγώ μαζί με αρκετά άλλα χρώματα. Ίσως και αυτή να μην μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς το τσιγάρο της. Έπρεπε μια μέρα να την φωνάξω να της πω το μυστικό μου. Δεν χρειάζονταν τόσα χάπια απλά κάποιον να σου κρατήσει το χέρι και να σου πει μερικά λόγια. Η κακομοίρα δεν είχε κανέναν να τις πει κάτι. Ευτυχώς εγώ είχα το τσιγάρο μου. Αλλά σοβαρά έπρεπε να της πω μια μέρα να έρθει. Φοβόμουν μην μου πει όχι όμως. Μια ζωή ο ίδιος φόβος. Του όχι, της απόρριψης, της αδιαφορίας. Μπα, άσε κάποια άλλη φορά, να φτιάξω και αυτό το αχούρι μέσα και να έχω και κάτι να την κεράσω μην με πει και γύφτο. Ναι, ναι… από Δευτέρα. Πάντα η ίδια δικαιολογία, πάντα.

Ασυναίσθητα το κεφάλι μου γύρισε και καρφώθηκε σε ένα παράθυρο στον τρίτο της απέναντι πολυκατοικίας. Ένα ζευγάρι έμενε εκεί. Θα μου πείτε τι περίεργο μπορεί να έχει ένα ζευγάρι και με το δίκιο σας. Αλλά για εμένα είχε. Έκαναν κάτι που ποτέ δεν μπόρεσα να το καταλάβω. Κάθε μέρα φωνές καυγάδων ακούγονταν σε όλο το τετράγωνο και κάθε βράδυ πάλι ακούγονταν φωνές, αλλά όχι καυγάδων, πιο αισθησιακές, πιο παθιασμένες, πιο δυνατές. Λένε ότι αν δύο άνθρωποι αγαπιούνται τότε μπορεί να βρεθεί μια λύση για οποιοδήποτε πρόβλημα. Σκατά στην μούρη όποιου το λέει. Είναι μεγαλύτερος μύθος και από το τέρας του Λοχ Νες. Για αυτό και εγώ φανταζόμουν ότι κάθε βράδυ την σκότωνε. Κάθε βράδυ και με διαφορετικό τρόπο. Δεν γίνεται να κάνω συνέχεια εγώ λάθος.

Σηκώθηκα και στηρίχτηκα στο κάγκελο με τους αγκώνες μου. Από κάτω ήταν παρκαρισμένα αρκετά αμάξια. Τι τα θέλουν τα αμάξια; Πολλά έξοδα, πολύ τρέξιμο, πολλές ζημιές. Μια χαρά είναι και τα λεωφορεία. Άσε που γνωρίζεις και κόσμο. Κοινωνικοποίησε κατά κάποιο τρόπο. Μερικές από τις πιο ευχάριστες συζητήσεις μου τις έχω κάνει σε λεωφορείο. Αλλά ταυτόχρονα ήταν και οι πιο ανούσιες. Λόγια που ανταλλάζεις με ένα ξένο μέχρι να φτάσεις στον προορισμό σου. Μετά τα λόγια όπως και τα πρόσωπα ξεχνιούνται και χάνονται σαν τον καπνό του τσιγάρου μου. Όλα τελικά μια εκμετάλλευση είναι. Πάντα κάποιος θα σου δίνει την ανάλογη σημασία με αυτό που έχεις να του προσφέρεις. Από έναν άγνωστο που θέλει κάπως να περάσει η ώρα του στο λεωφορείο μέχρι τους διάφορους φίλους που ήρθαν στην ζωή μου και μετά χάθηκαν ξαφνικά. Χωρίς λόγο.

Το κάψιμο στα δάχτυλα μου έλεγε ότι το τσιγάρο τελείωνε. Αυτό θα ήταν σίγουρα το τελευταίο, από αύριο τέλος και θα γραφτώ και γυμναστήριο. Κατά βάθος το ήξερα ότι ούτε το τσιγάρο θα έκοβα, ούτε γυμναστήριο θα πήγαινα. Ήταν ένα από τα πολλά «από αύριο» που είχα πει στην ζωή μου. Λόγια που δεν είπα, πράξεις που δεν έκανα πρόσωπα που δεν κράτησα στη μνήμη μου. Αλλά δεν είχα ανάγκη για αλλαγές, το καινούριο δεν είναι πάντα καλό.

Ίσως η χειρότερη δικαιολογία που έλεγα στον αυτό μου καθημερινά.

Αποφάσισα να πάω μέσα, είχε έρθει η ώρα που θα έπεφτα στην αγκαλιά του κρεβατιού μου, την μόνη που μου είχε απομείνει.

Μια γυναικεία κραυγή μου χάλασε την ηρεμία. Για πιο λόγο φώναζε βραδιάτικα δεν κατάλαβα. Μπορεί να ήταν η τύπισσα που ούτε αυτή μπορεί να κοιμηθεί χωρίς τα χάπια της. Ελπίζω να τις τελείωσαν έτσι ώστε να της πω να έρθει να της δώσω εγώ μερικά, έχω πολλά ούτος η άλλος. Χα, να και ένα «από αύριο» που θα το κάνω σίγουρα. Ναι αυτή τη φορά δεν θα αφήσω την ευκαιρία να μου φύγει μέσα από τα χέρια.

Ένας δυνατός αέρας άρχισε να χτυπάει το πρόσωπό μου. Το περίεργο ήταν ότι πριν από λίγο είχα δει το δελτίο καιρού στις ειδήσεις και δεν είπε τίποτα για ανέμους. Τελικά μόνο ψέματα μας παρουσιάζουν, ούτε για τον καιρό δεν μπορείς να τους εμπιστευτείς πλέον.

Ένιωθα ότι πέφτω και έβλεπα το μπαλκόνι μου να απομακρύνεται. Ο χρόνος άρχισε να κυλάει πιο αργά. Λίγα δευτερόλεπτα ακόμα και τα προβλήματά μου θα τέλειωναν, όπως όταν κλείνεις μια τηλεόραση όταν έχεις βαρεθεί να βλέπεις τα ίδια και τα ίδια. Για αυτές τις λίγες στιγμές δεν είχα προβλήματα, ήμουν χαρούμενος μετά από πολύ καιρό.

Πλέον δεν ήμουν σαν τις κουρτίνες.

Κρίμα όμως, θα μου λείψουν αυτές οι βραδιές στο μπαλκόνι μου.

Πάντα μου άρεσε το μπαλκόνι μου.

Related post

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *