Μια ωδή στον Jack White και την μοναχική ροκ πορεία του

Μια ωδή στον Jack White και την μοναχική ροκ πορεία του

Κιθαριστικά riff βγαλμένα από εκστασιασμένο Jimmy Page, άναρχα σόλα που θα καμάρωνε και ο Jmmy Hendrix, απόκοσμες ερμηνείες βγαλμένες από τα πρώτα blues-bars στον αμερικάνικο νότο, μια ξέφρενη σύζευξη της punk με τα blues· ο τύπος που αναγέννησε την αυθεντική garage rock, αυτοδίδακτος σε drums, κιθάρα και πιάνο μεταξύ άλλων, από τους ελάχιστους μουσικούς που ο Bob Dylan θεωρεί φίλο του.

Δεν ηχογραφεί ποτέ την μουσική του ψηφιακά και μοντάρει τις κασέτες με ξυράφι, κατέχει 12 βραβεία Grammy αλλά όχι smartphone, γεμάτος καλλιτεχνικές εμμονές και αθωότητα, είναι η ενσάρκωση του ρομαντισμού στην μουσική και όλα εκείνα που θέλουμε από έναν rock star και έχουμε να δούμε από την εποχή του Kurt Cobain.

Μόνος εναντίον όλων, κυρίες και κύριοι αυτός είναι ο αινιγματικός Jack White.

Η επιτυχία των White Stripes, Seven Nation Army, είναι το δεύτερο τραγούδι μετά το We Αre The Champions των Queen που έχει συνδεθεί τόσο έντονα με οποιοδήποτε αθλητικό γεγονός. Περισσότερο με το ποδόσφαιρο, με εξέχον παράδειγμα όταν έγινε ο ύμνος των Ιταλών φιλάθλων στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 2006.

Έχει ακουστεί είτε από ηχεία, είτε σαν σύνθημα σε κάθε γήπεδο του πλανήτη. Έγινε μέχρι και το theme στις πορείες των Αιγυπτίων κατά του Μουμπάρακ. Μεγάλο μέρος του κόσμου που το τραγούδαγε δεν γνώριζε καν από που προέρχεται η μελωδία, ξέρετε πως το λέμε αυτό; Παραδοσιακό τραγούδι! Μη σας φαίνεται λίγο, για την εποχή μας και δη πριν την έξαρση των social, είναι βαρυσήμαντο.

Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο όμως δεν είναι αυτό. Το χαρακτηριστικό μελωδικό riff που τονίζει το κομμάτι ΔΕΝ είναι από μπάσο. Say What? Έχει και άλλο. Είναι παιγμένο με ημι-ακουστική κιθάρα (!) του 1950, Ο Jack White πέρασε τον ήχο από πετάλι κιθάρας με χαμηλωμένη οκτάβα. Πηγαίνετε να το ακούσετε ξανά και θα περιμένω. (…) Κάπου εδώ θα μπορούσε να τελειώσει το άρθρο και να έχετε ήδη καταλάβει για τι ευρηματικό μουσικό μιλάμε, όμως είναι τόσα μα τόσα ακόμα.

ωδή στον Jack White

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΤΩΝ ΡΟΜΑΝΤΙΚΩΝ

Όταν οι λευκοί συνομήλικοι του στο Detroit του Michigan ακούγανε τα μουσικά κυρίαρχα ρεύματα της εποχής, όπως grunge και hip-hop, ο νεαρός John Gillis** πήγαινε σε σχολείο μαύρων και είχε κολλήσει μουσικά με τα κλασικά μπλουζ της Αμερικής, που εξελίχθηκαν στην κυριότερη επιρροή του, ιδίως με τους White Stripes. Έμαθε τον εαυτό του πρώτα drums και στη συνέχεια κιθάρα και πιάνο για να μπορεί να ηχογραφεί μόνος του ολοκληρωμένα κομμάτια.

Πλέον στα 42 του θεωρεί τον εαυτό του ακόμα 19 ετών και η αλήθεια είναι πως όταν μιλάει για την εφηβεία του παρατηρεί κανείς, πως η νεανική του φλόγα και αθωότητα δεν έχει υποχωρήσει καθόλου· αντ’αυτού όσο μεγαλώνει τόσο περισσότερο θέλει να παραμένει εκείνος ο εικοσάρης με την δίψα και την αυθεντική καλλιτεχνική σπίθα.

Στην ψηφιακή εποχή όπου ο υπολογιστής ελέγχει τα πάντα σε ένα στούντιο ηχογράφησης, μπορείς να διορθώσεις και να επεξεργαστείς όλα τα όργανα συν τη φωνή. Δεν υπάρχει πιθανόν μουσικός την σήμερον ημέρα που να μην εκμεταλλεύεται την ψηφιακή βοήθεια. Εκτός από έναν φυσικά που τα θεωρεί αυτά ”κλεψιά” και το κρατάει ακόμα αληθινό, κυρίως γιατί νιώθει ο ίδιος περήφανος όταν περνάει από ζόρια και πάλη για το αποτέλεσμα στα έργα του.

Ηχογραφεί την μουσική του σε κασέτες τις οποίες μοντάρει με τις ώρες με ένα ξυράφι αδιαφορώντας για τα γεμάτα απορία βλέμματα όλων όσων είναι γύρω του.

Θεωρεί τον εαυτό του πάνω στην σκηνή σαν αυτοσχεδιαστή κωμικό, δεν προετοιμάζει τα setlist των συναυλιών, ανεβαίνει και αποφασίζει κάθε επόμενο τραγούδι με βάση την ανταπόκριση του κοινού και το δικό του momentum.

«Όποτε βλέπω ένα παιδί να βγαίνει από μαγαζί με ένα βινύλιο στο χέρι η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή από χαρά, αυτό είναι η μουσική και τίποτα άλλο, έντονο συναίσθημα».

Διατηρεί την δική του δισκογραφική εταιρία ”3rd Man Records’’, που μεταξύ των ευκαιριών που δίνει σε κολεγιόπαιδα και ερασιτέχνες να μπουν σε στούντιο, λειτουργεί αποκλειστικά με την μεγάλη του αγάπη που δεν είναι άλλη από τους δίσκους βινυλίου. Η επιχειρηματική του αυτή ενέργεια του αποδίδει ελάχιστο έως καθόλου κέρδος και κάθε άλλο παρά ”επιχειρίν” είναι, καθώς μοιάζει περισσότερο με μη κερδοσκοπική οργάνωση για την διάσωση σπουδαίων αλλά αφανών μουσικών. Αποσκοπεί κυρίως στην διατήρηση, ανακατασκευή και διανομή μέσω λιανικής δίσκων από σπουδαίους αλλά ξεχασμένους πλέον blues, αλλά και γενικότερα υποτιμημένων μουσικών του παρελθόντος. Δεν τον αγαπήσατε ήδη; Και είμαστε στα μισά.

«Μου αρέσει η έλλειψη ανταγωνιστικού εγωισμού στις γυναίκες, συνεργάζομαι καλύτερα ενώ με πέντε άντρες γίνονται γορίλες σε κλουβί, τα κορίτσια δεν έχουν τέτοια κόμπλεξ».

ωδή στον Jack White

ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΑΠΟ ΑΠΛΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ

Ένας άνθρωπος γεμάτος ιδιαιτερότητες και αινιγματική προσωπικότητα, ο White είναι γεμάτος καλλιτεχνικές εμμονές που τον κάνουν να ξεχωρίζει από κάθε άλλο μουσικό του σήμερα. Όποιος έχει ασχοληθεί έστω λίγο με τους White Stripes και χωρίς να το ψάξει παρατηρεί, πως παντού υπάρχει ο αριθμός 3 αλλά φυσικά και η τριχρωμία, με σειρά συχνότητας, κόκκινο – άσπρο – μαύρο. Που θεωρεί τον πιο δυνατό χρωματικό συνδυασμό στο κόσμο.

Τρία μουσικά όργανα, είτε drums, κιθάρα & φωνή, είτε όποιος άλλος συνδυασμός ορίζουν την μινιμαλιστική του προσέγγιση. Ο αριθμός βρίσκεται στις πένες του αλλά και κάτω από κάθε υπογραφή του. Θεωρεί πως είναι ο πιο ολοκληρωμένος αριθμός και αναφέρεται στα: Στίχοι – μελωδία – ρυθμός. Στην τριάδα της χριστιανικής θρησκείας. Στους σηματοδότες των φαναριών, στο ότι ένα τραπέζι στέκεται και με τρία πόδια και στις τρεις βασικές νότες της blues.

Επιμελείται μόνος του το concept όλων των -πραγματικά υπέροχων- εξώφυλλων των δίσκων του (ΕΔΩ για τους White Stripes, ΕΔΩ για τους σόλο δίσκους) και σαν άλλος αναγεννησιακός ζωγράφος η δυναμική που έχουν τα χρώματα σε κάθε έμφαση της οντότητας του έργου του είναι μοναδική.

Ο βασικός λόγος που οι White Stripes θύμιζαν καρτούν με όλο το ερυθρόλευκο concept, ήταν προς διάσπαση της προσοχής καθώς δεν ήθελε να μοιάζουν με ”λευκά παιδάκια που παίζουν τα blues των μαύρων”.

Πλέον γνωστό, αλλά για χρόνια δεν ήταν το γεγονός πως η Meg White υπήρξε σύζυγος και όχι αδερφή του όπως προσπαθούσαν έντονα να περνούν προς τα έξω και ο λόγος για αυτό ήταν πως θεωρούσε – και πολύ ορθώς – ότι μία μπάντα με ερωτικό δεσμό θα προκαλούσε gossip ενδιαφέρον και θα τραβούσε την προσοχή από το βασικό, την μουσική. Ενώ μια μπάντα με αδέρφια έχει κάτι το αθώο και αγνό. Τα είχε όλα πάντοτε σχεδιασμένα και κάτω από κάθε του κίνηση κρύβεται η αγάπη για την μουσική και τίποτε άλλο.

«Έχω τρεις πατέρες. Τον βιολογικό μου, τον Θεό και τον Bob Dylan>>

Ο,ΤΙ ΑΓΓΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΔΙΚΟ ΤΟΥ

ωδή στον Jack White Αξίζει πραγματικά μία ελαφρώς πιο εκτενής αναφορά στο ιστορικό των διασκευών που εμπεριέχονται στο ρεπερτόριο του. Είτε με τους White Stripes, είτε σόλο, είτε με όποιο άλλο μουσικό πρότζεκτ έχει ασχοληθεί ο White, έχει μια μακρά και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία σε διασκευές τραγουδιών από άλλους μουσικούς. Δεν στοχεύει στο να πατήσει απλά στην υπάρχουσα δημιουργία με μία ανέμπνευστη προσέγγιση. Εν αντιθέσει διαλύει το δημιουργικό οικοδόμημα των κομματιών και το ξαναχτίζει από την αρχή. Απόκοσμες, σκοτεινές, ατμοσφαιρικές , ο White περνάει τις δημιουργίες άλλων μουσικών μέσα από το εκκεντρικό και ζοφερό καλλιτεχνικό του φίλτρο δίνοντας τους νέα έννοια και πρωτότυπη σύσταση.

Από τον πρώτο κιόλας δίσκο μας παρουσίασε το ξεχωριστό αυτό ταλέντο, εν μέσω της νεανικής του ορμής και του παντρέματος punk & blues συναντάμε 4 διασκευές. Οι  δύο είναι αυτές που ξεχωρίζουν· η εκτέλεση του φημισμένου παραδοσιακού και συνήθως jazz style εκτελεσμένου ” St. James Infirmary Blues” που δεν έχει παιχτεί ποτέ με τόσο νεύρο. Αυτή όμως που όρισε τον δίσκο είναι εκείνη στο ”One More Cup Of Coffee” του κολλητού του, Bob Dylan. Το τραγούδι είναι πικρό, είναι χωρισμός και πόνος. O κύριος White ζωγραφίζει ξανά πορτρέτο εγκατάλειψης με μια εκτέλεση που γυρνάει το νόμισμα και φανερώνει με την ατμόσφαιρα που αποδίδει την ζοφερότητα των στίχων. Τον πικρό, πικρό καφέ…

”JOLENE”: Όσο υπέροχο και να είναι το αυθεντικό της Dolly Parton, εδώ ο μελλοντικός hall of famer παίρνει τα μελαγχολικά ψήγματα του πρωτότυπου και με μία μινιμαλιστική προσέγγιση – όπως μας έχει συνηθίσει – με την σπαρακτική του φωνή κραυγάζει σαν πληγωμένος λύκος και το ουρλιαχτό <<Jolene, Jolene, Jolene>> φτάνει στα πέρατα του βόρειου σέλας κάτω από το οποίο ηχογραφήθηκε.

Το ξέσπασμα της κιθάρας στη μέση του κομματιού είναι απόγνωση, θυμός και οργή που κατευνάζονται ξανά με μία απότομη μετάβαση στο σκοτεινό δεύτερο κουπλέ όπως ακριβώς λειτουργεί ένας παθιασμένος και πληγωμένος άνθρωπος σε παράκρουση από έρωτα. Δεν ξέρω τι φλόγα έκαιγε μέσα του εκείνη την ημέρα, αυτό που ξέρω είναι πως η τρίχα του κοινού δεν σηκώθηκε από το κρύο…

Μεταξύ πολλών ξεχωρίζει ακόμα και η διασκευή του στο ”Love is Blindness” των U2. Αν ο Bono διατηρεί ίχνος τσίπας – λες; –  θα πρέπει να μεταβιβάσει στον White τα δικαιώματα του τραγουδιού. Το απογείωσε και το ερμήνευσε με τέτοιο συναίσθημα που μου χαράχτηκε στο μυαλό και με στοίχειωσε μόλις από το πρώτο άκουσμα.

ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΣΕ ΛΑΘΟΣ Ή ΣΤΗ ΠΙΟ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΕΠΟΧΗ;

Μέσω της διμελής μπάντας ”The White Stripes’’, μας συστήθηκε δισκογραφικά λίγο πριν την αυγή της νέας χιλιετίας και από underground συγκρότημα αναρριχήθηκε σε παγκόσμιο φαινόμενο σταδιακά μεν, απρόσμενα δε, χωρίς η μουσική του να εμπεριέχει το παραμικρό από εμπορική στόχευση. Η αίσθηση που προκαλούν οι πρώτες του δημιουργίες είναι πως ήξερε πάρα πολύ καλά τι ακριβώς ήθελε να κάνει. Πολλά συγκροτήματα και μουσικοί αλλιώς ξεκινούν και αλλού καταλήγουν.

Πάρτε για παράδειγμα τους Beatles. Από τα καλά παιδιά με τα χορευτικά rock n’ roll και pop κομμάτια, εξελίχθηκαν και κατέληξαν στο να γίνουν το πιο avant-garde συγκρότημα της εποχής τους, για ένα φεγγάρι ηγέτες του ψυχεδελικού κινήματος και για μια ολονυκτία το συνώνυμο του art rock ρεύματος.

Ο Jack White όμως ευθύς εξαρχής είχε επιλέξει το μονοπάτι που θα διανύσει το οποίο στην εξέλιξη του ως μουσικός και καλλιτέχνης είδε κάποιες παρακάμψεις, μερικές στάσεις αλλά ποτέ δεν ξεστράτισε από την αρχική του πορεία. Στο GPS της καλλιτεχνικής του έκφρασης και καριέρας έθεσε από την πρώτη νότα τον χάρτη πορείας. Απόλυτα πιστός στις επιρροές του και αυστηρά υπέρμαχος της αναλογικής ηχογράφησης δίχως τεχνολογικά βοηθήματα, ήθελε και θέλει να αναβιώνει την επιστροφή στην αυθεντικότητα και στην αγνή ουσία της rock. Με τους δύο κεντρικούς άξονες των αρχών του να είναι η μινιμαλιστική -back to basics- προσέγγιση και η αναβίωση των μπλουζ, ακούγοντας την μουσική των White Stripes θαρρείς πως ο αυτός ο άνθρωπος δεν είχε ακούσει μουσική που δημιουργήθηκε μετά την δεκαετία του ’60. Πολύ πιθανό φυσικά, πέρα από λίγες εξαιρέσεις όπως τα πανκ ακούσματα του, αυτή να ήταν και η πραγματικότητα.

Στην αλλαγή της χιλιετίας και σε μια εποχή που η μουσική βιομηχανία είδε τις πιο δραστικές αλλαγές στο τι είναι πια mainstream και μουσικά επίκαιρο, ο White πήρε εκ διαμέτρου αντίστροφη πορεία. Η rock μουσική μετά την επανάσταση και την παρακμή της grunge κακά τα ψέματα ήταν σε τέλμα όσον αφορά την εμπορικότητα και τις φρέσκες ιδέες. Σίγουρα θα είχαν γραφτεί άρθρα με τίτλους όπως ”η ροκ πέθανε” και τα σχετικά. Απόψεις του στυλ: «Ξέρεις κάτι, τα έχουμε κάνει όλα στην ροκ, δεν έχει μείνει κάτι άλλο, τερματίστηκε το είδος», να ακούγονται στους μουσικούς κύκλους και να σηκώνει πολύ κουβέντα καθώς δεν είναι απλά μία ακραία πεσιμιστική δήλωση. Βασίζεται στο γεγονός πως η αυθεντική rock είναι συγκεκριμένη και γύρω από αυτές τις 4 νότες, τι ακόμα θα μπορούσε να γίνει που θα κατακτήσει το κόσμο;

Η επιστροφή στις ρίζες της που ήδη είχαν συμπληρώσει μισό αιώνα ζωής. Η απλή, κυνική και to the point αποψίλωση των περιττών στοιχείων που προστέθηκαν με την εξέλιξη του είδους. Η ενστικτώδης και αρχέγονη αντίληψη και αίσθηση της μουσικής.

Έβλεπα τον White στο εξαίσιο ντοκιμαντέρ ”It Might Get Loud” (μαζί με Jimmy Page & Edge) να ακούει τον αγαπημένο του μπλουζ δίσκο από τον Son House. Έναν μουσικό να μοιρολογεί παίζοντας βαριά και συρόμενα από νταλκά riff στη κιθάρα με κανένα άλλο όργανο από πίσω. Η έκφραση του Jack White θύμιζε μικρό παιδί που αντικρίζει τον Άι Βασίλη, για εκείνον αυτό ήταν η επιτομή της μουσικής του φιλοσοφίας και το καλύτερο πράγμα του κόσμου. Αυτό ακριβώς προσπάθησε να εισάγει στην δική του έκφραση, την απλότητα, τις μπλουζ επιρροές και τον ανόθευτο ήχο που προήλθαν μέσω της έμμεσης επίκλησης στις μουσικές αυθεντίες-ινδάλματα του.

Ακούγεται ολίγον οξύμωρο, η αυθεντικότητα που τον χαρακτηρίζει να προήλθε από την μουσική επίκληση στις αυθεντίες, αλλά μου βγαίνει ως η απόλυτη εξήγηση του φαινομένου Jack White.

Απατώντας στην ερώτηση του κεφαλαίου. Αν ο White είχε γεννηθεί σε μια εποχή που η ακμή του θα τον έβρισκε κάπου στης δεκαετία του ’60 ή ’70, με δεδομένο πως σίγουρα θα είχε τις ίδιες αντιλήψεις και πρότυπα -αφού αυτά και για τότε ήταν παλιά- μπορεί αυτή τη στιγμή να μιλούσαμε για έναν μουσικό με το status των μεγάλων, δε θα αναφέρω ονόματα για να αποφευχθούν από την σκέψη σας ανόητες συγκρίσεις που θα υποβαθμίσουν την άποψη.

ωδή στον Jack White

Η καλλιτεχνική του πάστα, το έργο του και η προσωπικότητα του δεν συμβαδίζουν με τα πρότυπα του σήμερα. Αν πίστευα σε υπερφυσικές θεωρίες συνωμοσίας θα υπέγραφα αυτό:

Πώς αυτός ο εκκεντρικός τύπος με τις ιδιαίτερες εμμονές με τον αριθμό τρία και τα χρώματα, υπήρχε μουσικά στις αρχές των 70s αλλά διαγράφηκε από παντού και του ανατέθηκε μια αποστολή με εξέχουσα σημασία. Με υπογεγραμμένη από τους Led Zeppelin, Hendrix & Muddy Waters διαταγή μπήκε στην ”The DeLorean” του Doc Brown (από τη ΄”Επιστροφή στο Μέλλον” ντε) με ιεραποστολικό σκοπό να προσγειωθεί στην εποχή μας. Χωρίς να κοιτάξει αριστερά και δεξιά στο μουσικό γίγνεσθαι, να διασφαλίσει τα σκήπτρα που οι παραπάνω κατέκτησαν. Με την σκυτάλη της αυθεντικής rock ανά χείρας να την παραδώσει στους εκκολαπτόμενους μουσικούς, αλλά και στη νέα γενιά που μέσω εκείνου θα διευρύνει τα ακούσματα της διατηρώντας έτσι αναλλοίωτη και ζωντανή την φλόγα του αδιαφιλονίκητου βασιλιά της δημοφιλούς μουσικής. Έχουμε να δούμε τέτοιο ατόφιο ροκά από τον Kurt Cobain.

Η μπίλια με το DNA του Jack White περιπλανιόταν στο σύμπαν και ήρθε και έκατσε εν τέλει την πιο κατάλληλη στιγμή σε μία από τις πιο κρίσιμες καμπές στο χρονοδιάγραμμα της rock κουλτούρας, εκεί που πήγε να δημιουργηθεί γούβα και τέλμα, η μπίλια έκατσε σαν το πιο ιδανικό μπάλωμα επιτρέποντας στην γραμμή των ανόθευτων και ρομαντικών ιδεών της rock μουσικής να συνεχίσει την πορεία της.

Σε ευχαριστούμε μελλοντικέ θρύλε.

Υ.Γ.  Εάν το 2024, δηλαδή την χρονιά που θα συμπληρώνει 25 χρόνια από τον πρώτο δίσκο και θα πληροί το χρονικό κριτήριο εισαγωγής στο ”Rock & Roll Hall Of Fame” δεν είναι από τις μια πέντε επιλογές, θα είναι σκάνδαλο.

Υ.Γ. 2 :  Δεν ηχογραφεί ποτέ την μουσική του ψηφιακά και μοντάρει τις κασέτες με ξυραφάκι, αν δε σας το είπα ήδη 3 φορές.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝA ΚΟΜΜΑΤΙΑ ΓΙΑ ΑΡΧΑΡΙΟΥΣ κυρίως από White Stripes:

Ball & Biscuit
Icky Thumb
Dead Leaves And The Dirty Ground
Wild Orchid
My Doorbell
Little Bird
300 M.P.H. Torrential Outpour Blues
The Hardest Button to Button
Death Letter
Black Math
I Just Don’t Know What To Do With Myself
Blues Veins (με το συγκρότημα ”The Raconteurs”)
Love Interrruption (solo)
Sixteen Saltiness (solo)
High Ball Stepper (solo)

**πήρε το επίθετο της μετέπειτα γυναίκας του και ντράμερ στους White Stripes, Meg White, ακόμα και σε αυτό ξεχωριστός.

Related post

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *